>> Θα το βρεις και στο δωρεάν e-book “Τα Μεταμεσονύχτια“. Κλικ για να το κατεβάσεις.
Κάτι λέξεις σαν μουσικές Ι
Κάτι λέξεις σαν μουσικές ΙΙ
———————————————————
– Ο γιαγερμός μου ήταν για σε.
Μου το είπε κοιτώντας τη θάλασσα. Πόσα καλοκαίρια από την τελευταία φορά που καθίσαμε πλάι πλάι, που τα πόδια της αιωρήθηκαν πάνω από το νερό, που δεν την άγγιξα.
Μέτρησα.
Και βγήκαν αιώνες.
Ήταν ένα καλοκαίρι πνιγηρό στην Κρήτη, με τον ορίζοντα να μικραίνει συνεχώς γύρω μου και το νησί να γίνεται πλοίο – κι εγώ πρώτη φορά με ναυτία. Είδα αλήθεια στον καθρέφτη για πρώτη φορά πρόσωπο αλλουνού κι όχι δικό μου.
Ένα απόγευμα τη βρήκα στο δρόμο, ψώνια στα χέρια, μεγάλα γυαλιά ηλίου. Με αγκάλιασε.
– Γύρισες;
– Γύρισα.
Πήγαμε σ’ένα παλιό μαγαζί που πήγαινε όταν ήταν φοιτήτρια. Ο Μανώλης – άσπρο μουστάκι και μαύρο πουκάμισο – την αγκάλιασε θαμμένος πίσω από τον πάγκο και μας κέρασε ρακή. Πότε πήρε τον τόπο μου και τον έκανε δικό της δε το κατάλαβα ποτέ – εγώ έγινα ξένος κι εκείνη μύριζε αλάτι και ελιά.
Μου το ‘χε πει πως θα γυρίσει μα δεν την πίστεψα ποτέ. Στα τηλεφωνήματα οι αποφάσεις είναι εύκολες – το ξέρω από πρώτο χέρι. Δεν ήταν το νησί μικρό; Έβαλε ρακή. Χαμογέλασε. Άλλες αποδείξεις δε χρειαζόταν. Έτσι μου είπε και απόρησα. Μα δε την πίεσα.
Ήταν το ίδιο μελαχρινό το δέρμα της – απαλό χνούδι να χρυσίζει στα χέρια της, το τσιγάρο να καίγεται στα δάχτυλα της, ο καπνός να αγκαλιάζει το πρόσωπο της. Μια στάλα ιδρώτα ανάμεσα στα στήθια της, να κυλά μαρτυρικά και να χάνεται πίσω από το ύφασμα.
Ένιωθα το νησί να κουνιέται ακόμα. Τη ναυτία να με παρασέρνει.
Της αράδιασα τα ναυάγια μου, τη ζωή μου. Μου αράδιασε τα ναυάγια της και το στόλο της, ακόμα ν’αρμενίζει. Τη ζήλεψα. Μου έδωσε ιστορίες, γέλασε το κελαρυστό γέλιο της, τίναξε τα μαλλιά της πίσω. Ακόμα να φαίνεται μικρή.
– Μεγάλωσα.
– Ακόμα μικρή μου φαίνεσαι.
– Είναι που είσαι μεγαλύτερος.
Παναγιά μου πώς κρατήθηκα…
Μου έσφιξε το χέρι πριν φύγει – δε με άφησε να την πάω σπίτι και πειράχτηκα – μου γέλασε το καληνύχτα. Κοιμήθηκα τον ύπνο της ανάγκης το βράδυ εκείνο, η ναυτία παρούσα με τον πρωινό καφέ μου.
Την αναζήτησα στην πόλη, έμαθα πάλι τα μέρη της, έμαθε πάλι τα δικά μου. Ήπιε τα βράδια μαζί μου, τραγούδησε παλιά τραγούδια που της είχα μάθει κοιτώντας το κενό.
Αρχές του Σεπτέμβρη και το νησί ακόμα να κουνάει ο Μανώλης την έπεισε ένα βράδυ αργά να πει μαντινάδα που αγαπούσε.
Πάω να πω άλλο όνομα και λέω το δικό σου
και με καταλαβαίνουνε πώς έχω τον καημό σου
Τραγούδησε αβέβαια και με κλειστά τα μάτια, το πάνω χείλος της να στραβώνει λίγο στο γιώτα, οι φλέβες στο λαιμό της να πεταρίζουν. Ο Μανώλης έβαλε ρακή κι έσφιξε τον ώμο της μ’εκείνο το χέρι του το πιτσιλισμένο από καφέ πανάδες κι άλλο δεν της είπε το βράδυ εκείνο.
Την περπάτησα μέχρι το παλιό λιμάνι και καθήσαμε στην άκρη στα βράχια, παλιά μας συνήθεια.
– Παλιά έβαζες το κεφάλι σου στον ώμο μου.
Με κοίταξε σα να με μετρούσε.
– Κι εσύ τί έκανες;
Τίποτα δεν έκανα, είναι αλήθεια και έτσι τίποτα δεν είπα.
Το κύμα να σκάει κάτω από τα πόδια μας, η νύχτα να απλώνεται ένα γύρω.
– Ο γιαγερμός μου ήταν για σε.
Στερεώθηκε το νησί σε μια στιγμή και πάτησα πάλι στα πόδια μου γερά, στέρεα, στη γη και τη σήκωσα με μια κίνηση και την πήρα αγκαλιά – γυναίκα που έδωσε κατάθεση έτσι για έρωτα – γυναίκα δικιά μου.
Και κάτι λέξεις σα μουσικές γεμίζουν την κάμαρα μας τις νύχτες. .
Κάτι λέξεις σαν μουσικές και κάτι ιστορίες και κάτι τόποι που μας στοιχειώνουν. Με ταξίδεψες. Μέρα καλή
Καλημέρα Λάκη – τόσο πολυταξιδεμένος και σε ταξίδεψε ένα κομμάτι… με τιμάς. Καλημέρα.
[…] Κάτι λέξεις σαν μουσικές ΙΙΙ […]