Το Πικρό Τσάι της Ξενιτιάς

Κάτι λέξεις σαν μουσικές

>> Θα το βρεις και στο δωρεάν e-book “Τα Μεταμεσονύχτια“. Κλικ για να το κατεβάσεις.

Path to the Diktaion Andron Cave

– Είναι κάτι άνθρωποι απροσπέλαστοι, σαν απάτητα μέρη.

Το είπε έτσι ένα βράδυ, το λαούτο αφημένο στη γωνία και το μαύρο πουκάμισο να κολλάει στην ιδρωμένη πλάτη του. Ήταν το καλοκαίρι στην Κρήτη πρώιμο εκείνη τη χρονιά και καίγαν τα πλακόστρωτα – καλά καλά ούτε μέσα του Μάη. Η εξεταστική ήταν ακόμα μακριά και οι παραδόσεις αφόρητες μέσα στον πηχτό από ζέστη και ιδρώτα και ανθρωπίλα αέρα των αμφιθεάτρων. Τα βράδια λουζόμασταν και με βρεγμένα μακριά μαλλιά κατηφορίζαμε για καφέ από τα φοιτητικά καταγώγια μας και μέχρι να φτάσουμε στα μισοσκότεινα ραντεβού μας το δέρμα μας κόλλαγε από την υγρασία και τη ζέστη.

Πολύ αργά ένα βράδυ, πέρασα από το καφενείο σχεδόν τυχαία. Τρεις άντρες μια γύρα στο μαρμάρινο τραπέζι, στάλες ιδρώτα να κυλάνε από καστανούς κροτάφους. Με χαιρέτισε με ένα νεύμα και κάθησα για ένα ποτήρι κι όταν στο τρίτο φύγαν οι άλλοι εγώ κι αυτός βάλαμε το τέταρτο. Είχε χέρια σκληρά, καμμένα από τον ήλιο, με μικρές πληγές εδώ κι εκεί, μεγάλες παλάμες που κάναν το ποτήρι να μοιάζει μικροσκοπικό. Το ύφασμα κολλημένο στην πλάτη του, μια στάμπα από ιδρώτα να ρουφάει το καστανό του δέρμα και να διαγράφεται ο τρόπος που το κορμί του έδινε εντολές στα χέρια του.

Δεν ήταν για να μου τα πει. Δεν ήταν για να ξέρω. Ήταν βραδιά για να κάτσω εκεί – η μυρωδιά του να διαχέεται στον αέρα γύρω μου – και να πιούμε μαζί, εκείνος σε σκέψεις κι εγώ λιγωμένη. Όποιος του μίλησε σε τέτοιες ώρες έπαψε να ‘ναι φίλος του κι έτσι σιώπησα και ήπια, και κάπνισα αργά, τα πόδια μου απλωμένα στην ξύλινη καρέκλα απέναντι, το τζιν μου να κολλάει στα πόδια μου.

Στο έκτο το ποτήρι με έπιασε από τους ώμους, με έστησε όρθια και με πήγε σπίτι. Μπορεί και να τραγούδησα στο δρόμο, πατζούρια κλειστά ολόγυρα μας, κάποιο παραδοσιακό κρητικό που μου’χε μάθει. Χαμογέλασε – κάπως σαν φλας έλαμψαν τα δόντια του μέσα σ’εκείνη τη χαράδρα του προσώπου του και της προχωρημένης νύχτας – και έβαλε το χέρι του στο στόμα μου. Με πήγε έτσι μέχρι το σπίτι, ένα χέρι στον ώμο μου, να με νιώσει αν πέσω και να με σκουντάει ελαφρά, και το άλλο χέρι στα χείλη μου να κλείνει ό,τι φάλτσο είχα να τραγουδήσω μετά από τη ρακή.

Με άφησε στο σκαλοπάτι και στάθηκα έτσι μπροστά του – μπορεί να μίλησα εγώ, μπορεί κι εκείνη μέσα μου που τολμάει πιότερο από μένα μα το δήλωσα έτσι ξεδιάντροπα πως άλλο δε νταγιαντίζω. Σα να σταμάτησε η πλάση ήταν για λίγο και μετά με κοίταξε ευθύς στα μάτια ψαχουλεύοντας με βεβαιότητα το πώς μιλάω και γιατί. Έτσι έπεσε το πρώτο φως στο πρόσωπο του.Κι αν βρήκε αυτό που ήθελε δεν ξέρω. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα τα ανήσυχα όνειρα του οινοπνεύματος.

Ακόμα παίζει μουσική για μένα όταν του το ζητήσω. Ακόμα παραμένω σιωπηλή της ώρες της ρακής.

Και κάτι λέξεις σαν μουσικές τις κρύβω ακόμα.

———————————————————
Κάτι λέξεις σαν μουσικές ΙΙ

3 comments to Κάτι λέξεις σαν μουσικές

Leave a Reply

You can use these HTML tags

<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>