Κρύβω δυο χαμόγελα στους δρόμους που (δεν) είναι δικοί μου αυτές τις μέρες.
Περπατάω.
Πολύ.
Το Σάββατο το πρωί με σταματάει για να με ρωτήσει αν είμαι Ελληνίδα. Βαριά Ποντιακή προφορά.
– Ναι. Εσύ είσαι τεμέτερον.
Μεγάλωσα και απευθύνομαι σε άντρες με γκρίζα μαλλιά στον ενικό.
Ο έρωτας περιμένει δυο μέτρα πάνω από το κεφάλι μας. Μη φας. Είναι φτιαγμένος από μπρούτζο.
Κι έτσι πάω για πρωινό κάπου πιο πέρα από τη Lower James Street.
0,8 μίλια μετά (περνάω από τη Saville Row) με περιμένουν οι εξισώσεις και τα θεωρητικά μαθηματικά. Τα κρύβει καλά και γελάμε πάνω από τον καφέ.
– Ένα ένα φτιάξ’τα
μου λέει ψιθυριστά. Τον ακούω πάνω από τη βουή του Λονδίνου, τους Γερμανούς με τις κίτρινες και τις κόκκινες φανέλες και τα χρόνια της σιωπής. Αντί για μαθηματικά ό,τι μου λέει είναι ένα μικρό ποίημα. Πώς μεγαλώνουν καμιά φορά έτσι οι άνθρωποι, πώς ομορφαίνουν.
0,9 μίλια και πάνω από 24 ώρες πριν (έχω περάσει από την Tottenham Court Road ενώ γυαλίζει το λεπτό στρώμα νερού) πριν με αφήσουν να μπω στο μαγαζί μυρίζει πορσελάνη και ιδρώτας. Και μικρά βρώμικα τσιφτετέλια. Και παράνομα βλέμματα (που έκανες ότι δεν τα είδες). Κυρίως καπνός και μια μοιρασμένη τζούρα.
1.8 μίλια και 4 ώρες μετά ακριβώς (εκεί περίπου) ο ήλιος τρυπώνει από τα παράθυρα. ‘Αργησε κάπως αλλά δεν πειράζει – με τα χρόνια μαθαίνω και την υπομονή. Και ό,τι μαθαίνεις καλό είναι.
Leave a Reply