Στο περβάζι στη Βουκουρεστίου σήκωσες τους ώμους σου όπως πάντα. Το θυμάμαι. Να το δω όποτε θέλω, δε μπορώ.
Είναι η αλλαγή της χώρας.
Το χειρότερο μου είναι τις νύχτες της σιωπής – που το γαμημένο είναι ήδη πολύ αργά όταν θέλω να σε πάρω τηλέφωνο.
Είναι η αλλαγή της ώρας.
Βέβαια να σε πάρω να μου πεις τι; Όλα σου τα λόγια ζούνε μέσα μου. Κι αυτό που και που φτάνει.
– Σοφάκι, μια φορά να με πάρεις και να μου πεις μια καινούρια ιστορία. Πάλι τα ίδια μου λες.
Μετά το ψαλτήρι έχει αγκαλιά. Κι η αγκαλιά σου ζει μέσα μου. Αλλά αυτό δε φτάνει. Όχι που και που. Ποτέ δε φτάνει.
Leave a Reply