>> Θα το βρεις και στο δωρεάν e-book “Τα Μεταμεσονύχτια“. Κλικ για να το κατεβάσεις.
Ο Ηλίας μου είχε πει ότι γνωρίστηκαν στη Λευκάδα αλλά τελικά εννοούσε το πού ξεκίνησε πραγματικά η ιστορία. Με τη Μαρία είχαν γνωριστεί ήδη στο Birmingham, σε κάποια κοινή παρέα στο Πανεπιστήμιο, στο προτελευταίο του έτος εκεί και στο πρώτο δικό της. Τον αντιπάθησε αμέσως, την απέφευγε συνέχεια. Ο Ηλίας ήταν μαχητικός, μοναχικός, πεισματάρης και φωνακλάς. Με απίστευτη αίσθηση του δίκιου και ηθικές αρχές από κάποια άλλη εποχή όλο του το είναι αντιστεκόταν στο ότι η Μαρία ήταν στην Αγγλία σχεδόν τυχαία, ξόδευε ασυλλόγιστα, δεν διάβαζε ποτέ και είχε ένα χιούμορ παιδικό. “Μυαλό κουκούτσι αυτή η γκόμενα” μου έλεγε τότε στο τηλέφωνο. Μετά από πολλά χρόνια κατάλαβα ότι “το ψώνιο” του Birmingham ήταν η Μαρία της Λευκάδας. Μου το έκρυβε φαντάζομαι επειδή αισθανόταν άβολα να θυμάται ότι κάποτε μου εξιστόρησε ξεδιάντροπα όλα της τα μειονεκτήματα.
Το καλοκαίρι της Λευκάδας, κλέψανε κάποιες στιγμές δικές τους στην παραλία. Θάλασσα, ήλιος, λίγες σκοτούρες και άρα ο χαρακτήρας της Μαρίας έγινε το σήμα κατατεθέν των διακοπών. Μια παρέα εικοσάχρονοι να χτίζουν κάστρα στην άμμο, να μεθάνε τα βράδια, να τρώνε στα ταβερνάκια και να χορεύουν ως το πρωί. Ξεχάστηκε ο Ηλίας εκείνο το καλοκαίρι και ένα βράδυ την πήρε από το χέρι και πήγανε βόλτα στην άμμο. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα το πρώτο πρωί που ξύπνησε δίπλα της, και όλες τις διακοπές τις περάσανε κάνοντας έρωτα σιωπηλά τις νύχτες και κάνοντας τους ανήξερους το πρωί.
Πίσω στην πραγματικότητα του Birmingham, τον εκνεύριζαν οι απόψεις της, ο τρόπος που ζούσε και κυρίως οι φίλοι της (“κάτι νεόπλουτα παιδάκια του μπαμπά που δεν ξέρουν τί σημαίνει ευθύνη” μου έλεγε στο τηλέφωνο). Ο Ηλίας είχε χρειαστεί να παλέψει για τα πάντα. Για να πληρώσει το πανεπιστήμιο, για να δουλεύει τα βράδια, για να πηγαίνει στη μάνα του τις διακοπές- και έπαιρνε την άνεση των φίλων της Μαρίας ως προσωπική προσβολή. Σχεδόν αμέσως σταμάτησε να την βλέπει κι εκείνη δεν επέμεινε.
Τελείωσε τις σπουδές του εκείνο το καλοκαίρι και πήγε στο Εδιμβούργο για κάποια δουλειά. Χαθήκανε. Πού και πού μάθαινε νέα της από κάποιον φίλο αλλά την είχε ξεγράψει ήδη ως χαμένη υπόθεση.
Την είδε λίγα χρόνια μετά στο Εδιμβούργο, εκείνος έβγαινε από το γραφείο, εκείνη έβαζε το κλειδί στην εξώπορτα ενός σπιτιού απέναντι. Στην αρχή ήταν σίγουρος ότι ήταν η Μαρία, όσο όμως πέρναγε η μέρα άρχισε να αμφιβάλλει. Το ίδιο βράδυ, μιλώντας στο τηλέφωνο με κάποιον φίλο από το Birmingham έμαθε ότι η Μαρία ήταν όντως στο Εδιμβούργο – έκανε το Μεταπτυχιακό της. Αποφάσισε να μην επιδιώξει να τη συναντήσει.
Το Εδιμβούργο όμως δεν είναι μεγάλη πόλη και αργά ή γρήγορα δύο Έλληνες στο ίδιο μέρος θα συναντηθούνε. Και συναντηθήκανε, όταν ο Κώστας, κάποιος φίλος από το γραφείο, συστησε στον Ηλία τη Μαρία. “Η Μαρία – που σου έλεγα”. Του έλεγε όντως, μέχρι και λεπτομέρειες που ο Ηλίας δεν ήθελε να ακούσει, σχεδόν πορνογραφικές. “Γνωριζόμαστε” είπε ο Ηλίας και της χαμογέλασε αδέξια, ξέροντας ότι και αυτός και ο Κώστας μοιράζονταν γνώσεις περί του τί περιέχουν τα εσώρουχα της. Ανταλλάξανε τηλέφωνα αλλά δεν της τηλεφώνησε ποτέ, πεπεισμένος ότι θα ήταν ανώφελο να βρεθούνε.
Πώς τον πείσανε αργότερα να μαζευτούν πάλι για διακοπές στη Λευκάδα, μου κάνει εντύπωση ακόμα. Πήρε όμως μαζί του την Σύλβια, μια μικροκαμμωμένη φωνακλού από την Ιρλανδία με την οποία είχαν μια σχέση χαλαρή τον τελευταίο χρόνο. Το μετάνιωσε σχεδόν από την πρώτη μέρα. Η Σύλβια συνάντησε κάποιες φίλες της τυχαία και έπινε ασταμάτητα από το πρωί μέχρι το βράδυ, γυρνούσε στο δωμάτιο το ξημέρωμα και δεν ξυπνούσε πριν τις 3. Ο Ηλίας έμεινε να ακολουθεί τους υπόλοιπους και να παρακολουθεί τη Μαρία διακριτικά.
Υποπτεύομαι όλες τις στιγμές που τον έκαναν να την ερωτευτεί από την αρχή. Τα πράγματα που έλεγε, το πόσο είχε αλλάξει, ο τρόπος που σήκωνε το φρύδι της όταν σκεφτόταν. Υποπτεύομαι ότι σιγά σιγά άρχισε να της μιλάει και τότε έμαθε για τη μαμά της – που πέθανε πριν εκείνη πάει στο Εδιμβούργο. “Και πήγες παρόλα αυτά;” τη ρώτησε έκπληκτος. “Και τί άλλο να έκανα;” τον ρώτησε ειλικρινά και τράβηξε μια τούφα από τα μάτια της. Ο θάνατος την είχε γεμίσει αλλαγές. Ήταν πιο μελαγχολική, πιο σκεφτική, πιο μετρημένη. Ενώ ο Ηλίας, κουρασμένος από τη δουλειά και θέλοντας να ξεκουραστεί ήταν εύθυμος, έπινε πολύ και άφηνε τα σχέδια για μετά τις διακοπές.
Το προτελευταίο βράδυ, η Σύλβια γύρισε το ξημέρωμα και τον ξύπνησε. Βγήκε στα σκαλοπάτια να καπνίσει, είδε τη Μαρία να περπατάει στην παραλία και πήγε προς το μέρος της. Στάθηκε όταν τον είδε να πλησιάζει και του χαμογέλασε.
– Δεν κοιμάσαι;
– Δε μπορώ.
Περπατήσανε μαζί για λίγο και μετά καθήσανε στο ‘θρόνο’ που κάνανε τα βράχια να κοιτάξουν το χάραμα. Της χαίδεψε το χέρι και κάθησε στην αγκαλιά του. Κι ενώ μύριζε το άρωμα της δεν φιλήθηκαν, δεν κάναν έρωτα, δεν μείνανε μαζί για πάντα. Φύγανε το παράλλο πρωί, εκείνη για τη Θεσσαλονίκη στον πατέρα της κι εκείνος για το Εδιμβούργο στη δουλειά του.
Δεν την ξανάδε από τότε αλλά ένα βράδυ, κάπου μεταξύ ουίσκι και ρακής μου είπε με ύφος περίλλυπο: “Έχω μια τρομερή υποψία ότι την υποτίμησα σε τεράστιο βαθμό. Ότι κάτι ξεσήκωνε μέσα μου που δεν το έχω νιώσει ποτέ. Ότι έχασα τη γυναίκα της ζωής μου”. Και μετά, κατέβασε το πέμπτο ποτηράκι ρακή μονοκοπανιά.
Χτες με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι φεύγει. Παρατάει το Εδιμβούργο και μετακομίζει την Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη. Η Μαρία του έστειλε μια κάρτα, μιλήσανε στο τηλέφωνο και πήρε την απόφαση. “Έτσι ξαφνικά;” τον ρώτησα, “έτσι και χειρότερα” μου είπε. Βαρέθηκε, κουράστηκε την ηθική του, το πρόγραμμα του, τα πλάνα του. Έδωσε σε όλα μια μούτζα και πάει να δει αν η Μαρία είναι η γυναίκα της ζωής του κι αν αυτός είναι ο άντρας της δικής της.
Και αυτό το απίστευτο πλάνο ας μπει σε καρτ ποστάλ να μου το στείλουν πριν επέλθει ο χειμώνας μετά το καλοκαίρι τους.
Απίστευτα γράφεις… Και η ιστορία καταπληκτική!
Άντε, και καλούς απογόνους…
Καλά δεν το συζητάμε ότι όταν θέλεις να αφηγηθείς μιά ιστορία δεν παίζεσαι.
Να σου πω κάτι; Το τελευταίο σου σχόλιο με μπέρδεψε. Πιστεύεις δηλ. ότι θα έρθει ο χειμώνας μετά το καλοκαίρι που θα ζήσουν τώρα; Ότι δεν έχουν μέλλον;
Αν είναι έτσι, δεν ξέρω αν διαφωνώ. Δεν ξέρω τι ξέρω για τέτοιες περιπτώσεις ούτως ή άλλως. Εγώ πάντως πάντα πίστευα ότι θα ερωτευόμουν ένα άτομο ανάλογο με μένα. Ένα άτομο πάνω-κάτω σαν τον Ηλία που περιγράφεις. Κι έτσι έπαθα. Μου φαίνεται δύσκολο να ερωτευτείς τελικά μιά Μαρία -ακόμη κι αν αλλάξει.
Μπερδεύτηκα ;)
Θαυμάζω τον Ηλία και κάθε «Ηλία» που μπορεί να διαγράφει ζωές, συνήθειες, ηθικές και πλάνα για να ξεκινήσει κάτι που κανείς δεν εγγυάται ότι θα έχει την επιθυμητή κατάληξη. Θέλει απίστευτο θάρρος και δύναμη να κυνηγήσεις κάτι τέτοιο. Ελπίζω να πάνε όλα καλά, ότι κι αν είναι αυτό.
Γεμάτη εικόνες αυτή η ιστορία, δεν ξέρω αν ‘φταίνε΄ εκείνοι ή εσύ. Αυτή η εναλλαγή Εδιμβούργο – Λευκάδα με τρέλανε…
Αλλος ενας ιπποτης περασε δυο χερια brasso την πανοπλια, χτυπησε 5 εμβολια στο αλογο για το ταξιδι και πηγε στην πριγκιπησα.
Ο Ηλιας μετα απο χρονια εβγαλε την πανοπλια γιατι τον στενευε στη μπακα, και δε μπορουσε να πεταχτει απο το καναπε αποτομα λεγοντας “δε χανονται αυτα ρε” βλεποντας champions league.
Η Μαρια περναει καλουτσικα αλλα σιχαινεται το σιδερο στην κρεβατοκαμαρα καθε σαβατο βραδυ βλεποντας στον ΑΝΤ1 κονσερβα Σεφερλη στο Δελφιναριο.
Η Συλβια ανοιξε δικη της Pub στο Δουβλινο “Ο’Lefkas”. Η αληθεια ειναι δε θυμαται και πολλα απο τη Λευκαδα εκτος απο τα 3 σφραγισματα που εχασε τρωγοντας ενα μαντολατο.
Παρακαλώ βλέπεις το e mail σου