Το Πικρό Τσάι της Ξενιτιάς

Σκαρίφημα | Καίει το ίδιο στα Λινγκάλα;

Congo River

Στα εγκαύματα που εμφανίζονταν στο σώμα τής έβαζαν μια σιχαμένη αλοιφή. Την έφτιαχνε η Μοέσα από δέρματα φιδιών και γύρευε τί άλλο. Δεν ρωτούσαν, γιατί δεν ρωτάς τις μαγικές γυναίκες τα μυστικά τους από φόβο μη και στα φανερώσουν.

Η αλοιφή μύριζε πάντα ελαφριά το χώμα του Μαλέμπο. Έτσι έλεγε η Μοέσα δηλαδή γιατί η Ελευθερία δεν είχε περπατήσει ποτέ στο Μαλέμπο. Και την Κινσάσα τη θυμόταν μόνο λίγο θολά, πάντα χωρίς ήχο. Ήταν μικρή όταν έφυγαν. Κι έμαθε να μπαίνει στο νερό εδώ, στο νησί.

Το φθινόπωρο που η Ελευθερία έγινε δεκαέξι η μάνα της είδε τυχαία κοντά στον αγκώνα της ένα μικρό έγκαυμα. Είχε παγώσει το δέρμα στη μέση του βρασμού και ένα δυο φουσκάλες πάλευαν να σκάσουν. Η Ελευθερία δεν θυμόταν πού κάηκε και η μάνα της υπέθεσε ότι ακούμπησε το καυτό σίδερο ή το μάτι της κουζίνας αφηρημένη. Η Μοέσα της έβαλε αλοιφή, απαλά, χωρίς να την πονέσει, και τη φίλησε στο μέτωπο.

Λίγε μέρες μετά ένα μικρό έγκαυμα άνθισε στο πίσω μέρος της γάμπας της. Το έδειξε χωρίς μιλιά στη Μοέσα και εκείνη της έστρωσε πάλι τη σιχαμερή αλοιφή πάνω από το σημάδι.

Την τρίτη φορά το έγκαυμα απλώθηκε στο δεξί της στήθος, λίγο πιο πάνω από τη θηλή, σε ένα σχήμα μικρού θυμωμένου αστεριού. Αυτή τη φορά φοβήθηκε να το πει, μέχρι που η Μοέσα το είδε μέσα από τη μπλούζα της όταν σκούπιζαν μαζί την αυλή και το βράδυ κρυφά από τους άλλους πήγε στο δωμάτιο της και της έστρωσε  λίγη από την αλοιφή που μύριζε σαν το χώμα του Μαλέμπο – για να μην της αφήσει σημάδι.

– Αγαπάς, της είπε στα Λινγκάλα.
– Όχι
– Ψέμματα σε μένα;
– Όχι
– Τότε αγαπάς και δεν το ξέρεις.

Την επόμενη μέρα ένα μικρό έγκαυμα εμφανίστηκε στον αστράγαλο της καθώς το κόκκινο αστέρι υποχωρούσε στο στήθος της χωρίς να αφήσει σημάδι. Το ψιθύρησε στην κουζίνα στη Μοέσα.

– Πού; τη ρώτησε όταν πήγε αργότερα στο δωμάτιο της με τη μαγική αλοιφή.
Σαπάτο
κι έδειξε τον αστράγαλο της.

– Πες μου ποιος.
– Τίποτα. Κανένας. Δεν ξέρω τι λες.
– Δε σου βάζω.
– Θα μου αφήσει σημάδι.
– Δεν μπορώ να συνεχίσω να σου βάζω. Άστο. Θα περάσει. Κομπάγκα τε.
– Δε γίνεται να μην ανησυχώ!
– Είπα άστο.

Και βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να της βάλει ούτε μια σταγόνα αλοιφή.

Τις επόμενες μέρες το έγκαυμα έγινε ακόμα πιο κόκκινο. Χτυπούσε το αίμα σε κάθε χτύπο της καρδιάς σαν πυρωμένο σφυρί κάτω από το δέρμα της. Η Ελευθερία άκουγε τις νύχτες κάτι να ουρλιάζει.

Το τελευταίο βράδυ ξύπνησε ιδρωμένη, σε μία θάλασσα από τη μυρωδιά της Κινσάσα, μια μυρωδιά που νόμιζε ότι είχε χάσει. Άλλαξε το νυχτικό της και βγήκε ξυπόλητη στην ταράτσα. Η Μοέσα κοιτούσε τη θάλασσα από την ψάθινη πολυθρόνα της και τον ήλιο να ανατέλλει. Η Ελευθερία κάθησε δίπλα της ήσυχα και στήριξε τα πόδια της στα κάγκελα απέναντι.

– Έσκασε το έγκαυμα σου, έκανε πληγή.
– Θα αφήσει σημάδι, είπε η Ελευθερία και πέρασε μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της.

Η Μοέσα της έπιασε το σαγόνι και σήκωσε το πρόσωπο της στο δικό της.

– Ξέρεις γιατί δε σου έβαλα πάλι αλοιφή;
– Γιατί δεν σου είπα τίποτα.

Έκατσε πάλι πίσω η Μοέσα και γέλασε.

Ματόντι. Ευχαριστώ. Δε με εμπιστεύεσαι. Θα σε πλήγωνα ποτέ; Εγώ σε έχω βυζάξει, όχι η μάνα σου.
– Γιατί τότε;
– Γιατί δε γίνεται να μη σου μείνει σημάδι, κατάλαβε το. Το μόνο που έκανα ήταν να μεταφέρω το έγκαυμα από το ένα σημείο στο άλλο. Κάποια στιγμή θα σταματούσε να λειτουργεί η αλοιφή. Προτιμούσες να συνέβαινε όταν θα είχες έγκαυμα στο πρόσωπο σου; Καλύτερα στον αστράγαλο σου.
– Γιατί να σταματήσει να λειτουργεί;
– Γιατί δε μπορεί να λειτουργεί για πάντα ενάντια σε κάτι που ζει μέσα σου. Δεν κάηκες στο σίδερο.
Η Ελευθερία γύρισε το βλέμμα της στη θάλασσα.
– Όχι.
– Ούτε στο μάτι της κουζίνας.
– Όχι.

Και άρχισε να κλαίει, εκεί, με λυγμούς, με μεγάλα δάκρυα που κύλησαν μέχρι το στήθος της, που άφησαν στάμπα στον ώμο της Μοέσα. Να κλαίει χωρίς σταματημό καθώς ο ήλιος ανέτειλε πάνω από το νησί, αργά, με την πλάση να ανασαίνει.

Και της είπε για το αγόρι που έγινε σκιά στα βήματα της, για ένα φιλί κλεφτό, για ένα βλέμμα σκληρό, για τον έρωτα που έτρεξε σαν ποτάμι κι έγινε χείμαρος και βροχή και χαλάζι, και γέμισε τα χείλη της κι απαιτούσαν φιλιά και γέμισε τα στήθη της και πονούσαν με ένα χάδι.

Και για το σώμα της που έμεινε ανέγγιχτο με τις πρώτες βροχές, για το χέρι που έμεινε χωρίς χάδι και για την ωμή ανάγκη που έβραζε μέσα της αργά, μέχρι που τον είδε να μπαίνει στο πλοίο για να φύγει από το νησί και εμφανίστηκε το πρώτο έγκαυμα στον αγκώνα της.

Αργότερα, με τη δροσιά του πρωινού ένα γύρω, στην αγκαλιά της Μοέσα ρώτησε δειλά.

– Καίει το ίδιο ο έρωτας στα Λινγκάλα;
– Το ίδιο. Για μένα καίει χειρότερα στα Λινγκάλα.

Και δεν έδειξε η Μοέσα το σημάδι στην πλάτη της. Κάποια τραύματα είναι μόνο για μας.

 

 

Leave a Reply

You can use these HTML tags

<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>