Το Πικρό Τσάι της Ξενιτιάς

Πιτσιρικάδες με δόντια ΙΙ

>> Θα το βρεις και στο δωρεάν e-book “Τα Μεταμεσονύχτια“. Κλικ για να το κατεβάσεις.

Στη γωνία στο πλάι του κτιρίου, εκεί που τα μπαλκόνια κάναν σκιά και σκέπαστρο από τη βροχή, κάπνιζαν με το βλέμμα το άγριο, του καπνιστή που ρουφάει τον καπνό αργά και σκέφτεται το νταλκά του. Στα 15 τους. Και καλά άγρια νιάτα. Και καλά.

Όλη η αυλή άδεια και το “καπνιστήριο” γεμάτο.
– Έχεις ένα τσιγάρο;
– Έχω.

Ανταλλαγή μάρκας και αναπτήρα. Όσοι φοβόντουσαν τους γονείς τους ή δεν είχαν κατάλληλη κρυψώνα έδιναν τα τσιγάρα τους σε φίλους. Δεν τα άφηναν στο σχολείο. Η Μαρίνα είχε τη φαεινή ιδέα μια μέρα να κολλήσει το πακέτο της με σελοτέιπ κάτω από το θρανίο αλλά την άλλη μέρα είχε κάνει φτερά.
– Κωλόπαιδα του νυχτερινού. Γαμώτο. Ολοκαίνουριο πακέτο. Δώσε ένα τσιγάρο.

Η μόνη πού έδινε πάντα τσιγάρο ήταν η μικρή. Δεν ήταν ότι είχε λεφτά. Απλά δεν ήθελε να ζητάει και είχε πάντα την υποψία ότι αν δίνει θα της δώσουν όταν δεν θα έχει. Ο μόνος άνθρωπος στον οποίο είχε αρνηθεί τσιγάρο ήταν στην Λένα που είχε την κακιά συνήθεια να ζητάει σε κάθε διάλλειμα. Χωρίς εξαίρεση. Η παρέα των κοριτσιών το σύζήτησε, γκρίνιαξε αλλά τελικά η μόνη που την είπε στη Λένα ήταν η μικρή.

Στο καπνιστήριο, ένα πρωινό πρόσεξε απέναντι της μια παρέα για πρώτη φορά. Και στην άκρη… έναν.
– Ποιός είναι αυτός;
– Το μαλάκα. Στο Γ6είναι. Γιώργος.
– Γκόμενα του είναι αυτή;
– Χρόνια. Λυδία.
Ο Γιώργος φορούσε μακρύ παλτό, μπότα χάρλει και τζιν ξεβαμμένο. Παλτό. Στο σχολείο. Κοιτούσε κάπως αφ’υψηλού, το πρόσωπο του σε μία γωνία που δεν ήταν υπεροπτική ακριβώς αλλά του επέτρεπε να κατεβάζει ουσιαστικά τα μάτια του για να σε κοιτάξει. Περασμένο το χέρι του στον ώμο της Λυδίας, εκείνη με μακριά φούστα και μαλλιά σπαστά μέχρι τον ώμο, κρατούσε το τσιγάρο της και παρακολουθούσε τη συζήτηση κάπως βαριεστημένα. Η μικρή κόλλησε στο Γιώργο και με εκείνη την υποψία ότι κάποιος σε παρακολουθεί ο Γιώργος γύρισε αργά το κεφάλι του και την κοίταξε ίσια στα μάτια.

Του ζήτησε τσιγάρο μια μέρα που η Λυδία δεν ήταν κοντά. Τη θυμόταν. Ή είχε το ίδιο βλέμμα για όλες. Πιο πιθανό το δεύτερο, σκέφτηκε η μικρή και ανταλλάξανε τις γνωστές κοινοτυπίες. Σε ποιό τμήμα, ποιά χρονιά, πού βγαίνεις, τί ακούς. Μόνο που ο Γιώργος τη ρώτησε μετά τί διαβάζει. Έβαλε τη βαριεστημένη της μάσκα και αράδιασε μερικούς εντυπωσιακούς. Το συζήτησαν. Τη θυμόταν. Θα τη θυμόταν.

Τον πέτυχε κανα δυο φορές στη Ροδιά, πίνωντας καφέ την πρώτη ώρα. Ποιός να τρέξει να κάνει Άλγεβρα πρώτη ώρα. Άσε, καλύτερα καφές. Η μικρή κυκλοφορούσε με άλλες πέντε έξι κοπέλες στο σχολείο. Φασαριόζες. Ο Γιώργος εμφανιζόταν μόνο με κανα δυο φίλους. Πού και πού και τη Λυδία. Ποτέ καμία άλλη. Τον χαιρετούσαν από μακριά.
– Τον γουστάρεις.
– Όχι
– Τον γουστάρεις.
– Τα έχει με τη Λυδία.
– Μαλάκας είναι. Τί του βρίσκεις;
– Τα μάτια του.

Είχε μάτια ο Γιώργος ιριδίζοντα. Πράσινα. Δεν ήταν το χρώμα όμως που είχε σημασία. Ήταν το βλέμμα.

Ο Γιώργος αποφοίτησε, ξεκίνησε δουλειά και το Σεπτέμβρη πέρασε από το Λύκειο για τις χαιρετούρες. Τυχαία η μικρή ήταν έξω για τσιγάρο. Στάθηκε στη μέση και περίμενε. Της έδωσε το τηλέφωνο του φεύγοντας.

Το ξέχασε. Δεν τον πήρε. Ασχολιόταν και με έναν συμμαθητή εκείνο τον καιρό. Χάσιμο χρόνο αλλά μήπως και τί δεν είναι;

Τον πέτυχε ξανά στο Πασαλιμάνι. Έπαιζε τάβλι με τη Μαρίνα όταν την άγγιξαν στον ώμο.
– Δε με πήρες
– Το ξέχασα
Σήκωσε το φρύδι του.
– Θα σε πάρω όμως.

– Τα έχει ακόμα με τη Λυδία.
– Για καφέ θα πάμε.
– Τα έχει ακόμα με τη Λυδία.
– Για καφέ θα πάμε λέω.
Έχασε στο τάβλι. ΄Οπως πάντα. Η Μαρίνα έπαιζε πόρτες με σύστημα. Η μικρή για να περνάει η ώρα.
– Έχεις τσιγάρο;
– Έχω.
Αποφάσισαν να γυρίσουν στο σχολείο. Τουλάχιστον να μη χάσουν την τρίτη ώρα.

Στον καφέ ο Γιώργος την κέρασε Marlboro Lights 100άρια. Δεν άνοιξε το πακέτο της όλο το βράδυ. Κάπνισε από το δικό του και ήπιε τον καφέ της αργά. Παρατήρησε τη συνήθεια του να τη διορθώνει συνέχεια. Πώς βάζει ζάχαρη. Πώς κρατάει το τσιγάρο. Πώς το ανάβει. Πώς έχει βάψει τα μάτια της. Για τα πάντα. Βόλτα ώς συνήθως πήγανε στην Πασαρέλα, μόνο που αυτή τη φορά περπατήσαν προς Καστέλλα. Προς τα σκοτάδια. Τη φίλησε απότομα. Και καλά αντρίκια. Και καλά.

– Τα έχεις με τη Λυδία.
– Όχι.
Τα ψέμματα που ξέρουμε ότι είναι ψέμματα είναι τα ποιο ωραία από όλα.

Μήνες μετά, καθόταν με τον Κώστα στο καπνιστήριο και πέρασε η Λυδία φουριόζα.
– Η Λυδία
– Ναι
– Το ξέρεις ότι ο μαλάκας την απατούσε;
– Έλα
– Με μια πιτσιρίκα.
– Τσακωθήκανε;
– Άσχημα. Αλλά τα βρήκανε.
– Τα είχανε ακόμα δηλαδή όταν έβγαινε με την άλλη.
– Ναι. Καλή πουτάνα κι αυτή.
– Μπορεί να μη το ήξερε.
– Μη λες μαλακίες.

Η μικρή τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο της και σήκωσε το ζιβάγκο της λίγο πιο ψηλά στο λαιμό της να μη φαίνεται η πιπιλιά. Σωστά. Μη λες μαλακίες.

14 comments to Πιτσιρικάδες με δόντια ΙΙ

Leave a Reply to Sofia Cancel reply

You can use these HTML tags

<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>