Το Πικρό Τσάι της Ξενιτιάς

Πιτσιρικάδες με δόντια IV

>> Θα το βρεις και στο δωρεάν e-book “Τα Μεταμεσονύχτια“. Κλικ για να το κατεβάσεις.

Χάθηκαν όλοι σε αμφιθέατρα, γραφεία και στρατόπεδα. Πού και πού χτυπούσε το τηλέφωνο, πού και πού κάποιος καφές κανονιζόταν πάλι στην Καστέλλα μα αραιά. Και καλά ενήλικες. Και καλά.

Της πήρε τουλάχιστον μια ώρα να κατέβει μέχρι το ΤΕΙ Αθηνών και της φάνηκε ότι χάθηκε όταν το λεωοφορείο πέρασε από το ΤΕΙ Πειραιά.
– Συγγνώμη, είμαι στο σωστό λεωφορείο για το ΤΕΙ Αθήνας;
– Στην επόμενη στάση. Στο πρώτο στενό δεξιά και πάλι δεξιά.
Και ο οδηγός της χαμογέλασε φευγαλέα πριν στρέψει το βλέμμα του πάλι στο δρόμο.

Πέταξε το εισιτήριο και περπάτησε όσο πιο αργά γινόταν προς την πύλη. Ήρθε νωρίς. Κοίταξε μπροστά σαν να ήξερε πού πήγαινε και έκανε ότι δεν είδε το αγόρι που της χαμογέλασε, καθισμένος σ’ενα μηχανάκι. Στην είσοδο έψαξε με τα μάτια της αλλά ήταν πολύ νωρίς για να είναι εκεί ο φοιτητής.

Άναψε τσιγάρο και χάζεψε τις αφίσες στους τοίχους.
– Άργησα;
– Όχι.
– Γιατί δεν πήγαμε για καφέ;
– Για να ψηφίσεις. Πρώτες φοιτητικές και δεν θα ψηφίσεις;
– Καλά, έλα να δεις τί γίνεται και το συζητάμε.

Τον ακολούθησε στα άδυτα του κτιρίου. Έκανε ότι κοιτούσε γύρω, τους τοίχους, τις αφίσες, τα θρανία με τους μισοτελειωμένους καφέδες, τα άδεια αμφιθέατρα, τις σπασμένες οθόνες στις γωνίες, κάποιο εργαστήριο που φάνηκε πριν ένα κορίτσι κλείσει την μισάνοιχτη πόρτα. Xρόνια μετά συνειδητοποίησε ότι δεν κοιτούσε τίποτα και δεν άκουγε τίποτα γιατί από όλες τις αισθήσεις της μόνο μία επιζούσε, αυτή που ήξερε ότι τα μάτια του ήταν στην πλάτη της.

– Τί θα ψηφίσεις;
– Θα δούμε.
– Δεν ξέρεις τί θα ψηφίσεις;
Σήκωσε τα φρύδια του πάνω από τα κρυμμένα του μάτια και άνοιξε την πόρτα του αμφιθεάτρου, περιμένοντας την να περάσει πρώτη.

Της έδειξε με ένα νεύμα τις φράξιες και της ομάδες του ΤΕΙ, τα αγόρια με τα γαλάζια πουκάμισα, τις κοπέλες με τα μακριά ίσια μαλλιά. Τις υποσχέσεις, την κάλπη. Όλα της φαίνονταν καινούρια, εξαιρετικά, απίστευτα.
– Κι όλοι οι ΔΑΠίτες φοράνε γαλάζιο πουκάμισο;
– Δε βλέπεις;

Ήπιανε καφέ στον ήλιο και η μικρή ρώτησε για τα εργαστήρια, τα μαθήματα, τους καθηγητές. Ο φοιτητής άνοιξε για λίγο ένα παράθυρο στον κόσμο του και της άπλωσε τη ζωή του στο τραπέζι. Στα δάχτυλα του, μουτζούρα σκοτείνιαζε γύρω από τα νύχια του.
– Δεν καθαρίζει η μουτζούρα;
– Ποτέ τελείως.
Της φάνηκε ποιητικό, φίλησε τα δάχτυλα του και χαμογέλασε, πράγμα που δεν της ανταπέδωσε.

Μάζεψε τη ζωή του από το τραπέζι, πλήρωσε τον καφέ και κλείδωσε τα μάτια του πάλι.

Στη στάση σηκώθηκε στις μύτες και τον φίλησε στα χείλη. Εκείνος έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Είναι που ήξερε ότι η μικρή άνοιξε το παράθυρο για μια στιγμή, του είπε καλημέρα και μετά έφυγε πάλι για ταξίδια άλλα.

– Τον είδες;
– Τον είδα.
– Και;
– Κάτι δεν πάει καλά ακόμα.
– Τι;
– Κάτι. Δώσε τσιγάρο.
Και πήγε σινεμά με τη Μαρίνα, πνίγοντας το βλέμμα του στην οθόνη του ΒΟΞ.

Το θυμήθηκε χρόνια αργότερα, ένα βράδυ καλοκαιρινό, σε μια ταράτσα στο Φάληρο, με θέα την Ακρόπολη και τη μυρωδιά σοκολάτας από το εργοστάσιο της ΙΟΝ να βαραίνει την ατμόσφαιρα. Και της φάνηκε σαν αποκάλυψη φωτεινή ότι εκείνη η μέρα στο ΤΕΙ ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε πόσο απλή και πλήρης ήταν μια μέρα μαζί του. Και πόσο ευάλωτη κι ελέυθερη ήταν όσο ήξερε ότι το βλέμμα του ήταν πάνω της.
– Τόσο πολύ;
– Δεν φαντάζεσαι. Αλλά βρήκα τί δεν πάει καλά.
– Τι;
– Εγώ. Δώσε τσιγάρο.

Και δεν χαμογέλασε.

—-
Πιτσιρικάδες με δόντια I
Πιτσιρικάδες με δόντια II
Πιτσιρικάδες με δόντια III

3 comments to Πιτσιρικάδες με δόντια IV

Leave a Reply

You can use these HTML tags

<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>