Το Πικρό Τσάι της Ξενιτιάς

Έτσι θα πεθάνω μάγκα μου

“Άκου να δεις τί έγινε μαλάκα.

Έχω πάρει τη Μπέμπα, καβάλα κι η Τασία από πίσω, με κείνη τη φούστα ζώνη, ξέρεις. Μπουτάκι στον ήλιο κι έτσι. Κι έχουμε πάει μια βόλτα μέχρι τα βράχια γιατί το μωρό θέλει θάλασσα. Έχω φτιάξει κι έναν καφέ από το σπίτι γιατί το γαμημένο το μάτι δε λέει να ανοίξει. Θυμάσαι το βράδυ που πήγαμε κάτω και γίναμε γκολ με τα τσίπουρα; Ε, την άλλη μέρα.

Έχει κι αέρα στα βράχια, λέω, ώπα, εδώ είμαστε, άμα δεν ξυπνήσω εδώ δε θα ξυπνήσω πουθενά. Βγάζει κι η Τασία το μπλουζάκι, πετάγονται έξω άσπρα άσπρα τα βυζιά, αράζω. Ωραίος.

Εν τω μεταξύ περιμένω και τη μάνα μου να πάρει τηλέφωνο γιατί ήθελε κάπου να την πετάξω το μεσημέρι, κάτι μαλακίες με δικηγόρους. ‘Ολο με δικηγόρους ασχολείται η μάνα μου. Πού τη χάνεις πού τη βρίσκεις με δικηγόρους γιατί της φάγανε τα χτήματα τα αδέλφια της. Ή τους τα έφαγε. Δεν ξέρω. Άλλο θέμα.

Καθόμαστε που λες στα βράχια, έχω καταφέρει να στρίψω και τσιγάρο και εκεί που χαλβαδιάζω την Τασία που τρίβεται με κάτι λάδια που βρωμοκοπάνε κάνω ένα έτσι και καταβαίνει ποιος λες ρε φίλε; Ο Σωτήρης.

‘Ελα ρε, ο Σωτηράκης… Ξέρεις. Που τον χάσαμε πριν τέσσερα πέντε χρόνια και μάθαμε ότι πήγε Γερμανία. Αυτός. Λέμε τα γνωστά, έλα ρε, τί έγινε και τέτοια, κάνει κι η Τασία τις βουτιές της, αδιάφορος ο Σωτηράκης δήθεν. Πέφτουμε κι εμείς μετά, πάμε δυο απλωτές, δυο έτσι, δυο αλλιώς, μου σκάει και το παραμύθι μεταξύ του ανάσκελου και του μπρούμυτα. Σπουδές, τράπεζες, ξενύχτια, γκόμενες, λεφτάααααααα, λεφτά να δουν τα μάτια σου. Έτσι λέει δηλαδή γιατί τον ξέρεις, από μούφά έχουμε φάει πολύ από το Σωτηράκη. Τον θυμάσαι τί μαλακίες μας είχε κάνει στην Ικαρία. Τέλος πάντων.

Κάνω κι εγώ το μαλάκα, ναι, μπράβο Σωτηράκη, ωραίος, πιάνω λίγο και τον κώλο της Τασίας υποβρυχίως για να μην ξεχνιόμαστε.

Πριν προλάβουμε να ανέβουμε στα βράχια, κάνει ένα έτσι φίλε το κύμα και τα κάνει όλα πουτάνα. Φεύγουν κινητά, τσάντες, καφέδες, τσιγάρα. Καλά που είχα τα κλειδιά της Μπέμπας πιο κει, να γυρνάγαμε μαλάκα ποδαράτο, να μέναμε στο δρόμο.

Τον Σωτηράκη δεν μπορούσα να τον μαζέψω. Πού μέσα στο κινητό ήταν όλη του η ζωή, που δε μπορεί να μην είναι σε επαφή με το γραφείο, που τρέχουν οι μετοχές, κάτι μαλακίες μου έλεγε, δεν κατάλαβα, το ρεζουμέ ήταν όμως πως χωρίς κινητό χέστηκε πάνω του. Άναψε, κοκκίνησε, έπαθε. Μιλάμε νόμιζα θα πάθει εγκεφαλικό επιτόπου και πού να τον φόρτωνα να τον φέρω στο κέντρο υγείας.

Τρέχοντας έφυγε, λέμε, τ ρ έ χ ο ν τ α ς. Μη σου πω μπορεί να πήγε και Γερμανία την επόμενη μέρα μπας και χάσει κανα e-mail.

Άραξα με την Τασία, ήπια και τον καφέ, έπιασα και λίγο βυζί. Θα πάει νέος ρε μαλάκα ο Σωτηράκης, πολύ νέος. Γω σκοπεύω να μην πεθάνω για τους άλλους μάγκα μου. Εδώ, θα πεθάνω για την πάρτη μου.

Άντε εβίβα.”

4 comments to Έτσι θα πεθάνω μάγκα μου

Leave a Reply

You can use these HTML tags

<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>