Έτσι είναι οι ντίβες αγάπη μου. Κάνουν την είσοδο τους αργά. Όταν όλοι έχουν ήδη πιει δυο ποτά στη δεξίωση και οι ηθικές τους αναστολές ροχαλίζουν. Γιατί το σταριλίκι δεν είναι έμφυτο. Είναι καλός σχεδιασμός. Κατάλαβες;
Είπα να πω διάφορες συγγνώμες που δεν είπα Χρόνια Πολλά. Τις εννοώ αλλά δε χρειάζεται και να τις πω. Είμαι καλό παιδί. Γνωστό.
Άκουσα μια γκρίνια ότι ήμουν Αθήνα και δε βρέθηκα με κανέναν. ΚΑΝΕΝΑΝ. Απολύτως. Για να διορθώσω: ΔΕΝ ήμουν Αθήνα.
Η πρωτεύουσα έχει πεθάνει και δε το έχουμε καταλάβει. Το λέω χρόνια (ήδη από την ΕΕΕΑ) ότι η επαρχία είναι το μέλλον σύντροφοι. Πρέπει να επιστρέψουμε στη στάνη. Στις αγροτικές μας καταβολές. Στα σκυλάδικα της επαρχιακής πόλης. Στα κορίτσια της επαρχίας που δε δίνουν δικαίωμα στην πόλη τους αλλά άμα λάχει αλλάζουν νομό και αλλάζουν τα φώτα (αν με εννοείς). Και στους πιτσιρικάδες της επαρχιακής πόλης που ελπίζουν (εις μάτην).
Ξέρω ξέρω. Οι Αθηναίοι τώρα ξινίζουν τη μούρη τους και οι επαρχιώτες κουνάν το κεφάλι σκεπτόμενοι ότι εγώ δεν ξέρω από αυτά.
Πέρα του ότι η Θεία Σοφία γνωρίζει τα πάντα και έχει δίκιο εσαεί έχω και επιχειρήματα. Αλλά δε θα σας τα πω. Εγώ τώρα, μεγαλωμένη με το ΚΛΙΚ επί Κωστόπουλου και το FLASH το οποίο αδικοέκλεισε (βλέπε προστακτικές και απολυτότητες) και συνηθισμένη στην αμεσότητα του Διαδικτύου (βλέπε «εγώ είμαι ο θεός του ιστολογίου μου») δυσκολεύομαι να δώσω και επιχειρήματα. Με κακόμαθε και ο πατέρας μου από μικρή βλέπεις.
Έχω ζήσει και στην Αθήνα και στην επαρχία. Και πιστέψτε με. Στην Αθήνα είναι χειρότερα. Δεν είναι ότι δεν αγαπάω τα Εξάρχεια και τον Πειραιά, δεν είναι ότι δεν κάπνισα το πρώτο μου τσιγάρο στο Νέο Φάληρο. Ούτε ότι δεν είδα Πανσέληνο από το Λόφο του Στρέφη, ούτε ότι δεν πήγα στην πρώτη μου συναυλία στο Λυκαβηττό. Αλλά όλα αυτά είναι νοσταλγικά παραληρήματα μιας κουρασμένης νεότητας. Τώρα που διαμένω στο εξωτερικό ειδικά – μέχρι νεοτέρας – που και που με πιάνουν κάτι κατήφιες αλλά μου δίνω δυο μπάτσες και συνέρχομαι.
Μια ψυχή μου έταξε πως με την επίσκεψη μου στη Βόρειο Ελλάδα θα έχω να γράφω στο blog για χρόνια. Αλήθεια έλεγε. Αλλά τα καλά, τα ιδιωτικά, τα γλυκά και τα πικρά (και τα ξινά) τα κρατάω για πάρτη μου (και του). Δεν άντεξα και ανέβηκαν φωτογραφικά στιγμιότυπα φυσικά (εδώ κι εδώ).
Πήγα
Κιλκίς και πέρασα και από μερικά χωριά – το πλέον αξιομνημόνευτο από τα οποία είναι το Ποδοχώρι Καβάλας. Σούπερ όνομα;
Και μετά ήρθα σπίτι μου. Στο Λονδίνο. Στην αδελφή μου (με την οποία λυσσάξαμε στο γέλιο πάλι. Πόσο μου έλειψες πιτσιρικάκι, δεν είχα να λέω τα κουτσομπολιά τα δικά μας, τα προσωπικά). Φορτωμένη με λάδι και ροξάκια και ελιές. Σα το φτωχό συγγενή.
Η Καβάλα μου λείπει ήδη… Αλλά θα την σηκώσω έτσι σύσσωμη και θα τη φέρω στα Λονδίνα… ή τουλάχιστον το σώμα που με ενδιαφέρει. Αν μπορούσα να φέρω και το Φάρο θα τον έφερνα.
Ελπίζω ότι σας βγήκε καλά. Κι ελπίζω ότι τον υποδεχτήκατε καλύτερα.
2 0 0 6
Η πόρνη η ελπίς πεθαίνει τελευταία.
Άκουσα μια γκρίνια ότι ήμουν Αθήνα και δε βρέθηκα με κανέναν. ΚΑΝΕΝΑΝ. Απολύτως. Για να διορθώσω: ΔΕΝ ήμουν Αθήνα.
Ινκόγκνιτο, καταλαβαίνω. Δε θα κάνω παράπονο ακριβώς, αλλά κρίμα που πέρασες απ’ τα μέρη μας και δεν είπαμε μιά κουβέντα. Δεν πειράζει, την επόμενη φορά, αν και υποπτεύομαι πως μέχρι τότε θα έχει μεταναστεύσει ολάκερη η Βόρεια Μπλογκερία στη “φθονερή” αλλά γενναιόδωρη πρωτεύουσα :-p
Ααααααχχχχ!!! Ζηλεύω.
“Τι βοτάνι μου ’χεις δώσει και σε πόνεσα μάγισσα Θεσσαλονίκη την καρδιά μου πως σ’ ανήκει τώρα το ’νιωσα” (Μουσική/Στίχοι: Γαβαλάς Πάνος/Ζησούλης Φώτης)