1
Είναι κάτι μικρές ιστορίες που τις λέμε και νομίζουμε ότι κάποιοι είμαστε. Τις διηγούμαστε λες και κανένας άλλος στον κόσμο δεν έχει κάνει το ίδιο, με περισσή περηφάνεια, λες και μας κάνουν μοναδικούς, ενδιαφέροντες, καταπληκτικούς.
Ας σηκώσουν χέρι όσοι αντί για το βιβλίο του μαθήματος διάβαζαν λογοτεχνία ή κάτι “επαναστατικό” στην τάξη. [*Αυτό μου το θύμησε τούτο το όμορφο Post. Ευχαριστώ] Και όταν κάποιος μας λέει “έλα ρε, αυτό το κάναμε σύσσωμο το Γ3” κάπως μας φαίνεται. Σοβαρά; Δηλαδή δε το έκανα μόνο εγώ;
2
Είναι και κάτι άλλες μικρές ιστορίες που τις μπλέκαμε στο κεφάλι μας, πεπεισμένοι ότι μόνο εμείς αισθανόμασταν έτσι, κρατούσαμε το κλειδί του Παραδείσου.
Όταν ήμουν μικρή και σκεφτόμουν τα διάφορα τέρατα που κατοικούσαν κάτω από το κρεβάτι μου και μέσα στη ντουλάπα μου στο ημίφως του δωματίου μου κουκουλωνόμουν καλά καλά με το πάπλωμα, έχωνα και τις γωνίες κάτω από τα πόδια μου και τα χέρια μου σε στυλ φακελώματος κορμιού και αισθανόμουν ασφαλής. Θυμάμαι τον απόλυτο τρόμο μου όταν διάβασα τις Μεγάλες Προσδοκίες: Η απειλή του εγκληματία είναι ότι “δε θα σωθείς όσο σφιχτά κι αν κουκουλωθείς κάτω από τα σκεπάσματα σου” ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Είχα μείνει. Ήταν η παιδική συνειδητοποίηση ότι το γαμημένο το πάπλωμα δε θα με σώσει. Τρομοκρατήθηκα για κανα – δυο βράδια και μετά έμαθα να κοιμάμαι με το κεφάλι μου έξω από το πάπλωμα.
3
Είναι και κάτι άλλες μικρές ιστορίες που τις λέμε σε αναζήτηση κάποιου που να αισθανόταν το ίδιο. Αλλά έλα μου που δε βρίσκουμε κανέναν. Κανέναν που να βρέθηκε σε παρόμοιες συνθήκες ή και να βρέθηκε δεν σκέφτηκε το ίδιο πράγμα με μας.
Δε θα πω το παράδειγμα. Αλλά έχω πει πολλές τέτοιες μικρές ιστορίες μου τον τελευταίο καιρό και έχω γίνει κατανοητή. Κι έχω ακούσει το “σοβαρά; κι εγώ!” πολλές φορές.
Βαγγελίστρα μου τί ανακούφιση!
Κάθε κοινότυπη ιστορία, έχει στοιχεία της “μοναδικότητας” του χαρακτήρα μας και κάθε μοναδική γίνεται τετριμμένη ανάλογα σε ποιον την διηγούμαστε.
Μικρές ιστορίες, μεγάλες αλήθειες…