Στο γραφείο εμφανίστηκε καινούριο πρόσωπο. Μεγάλα μάτια και νευρώδη χέρια. Με φλέβες. Ορατές.
Το κουτσομπολιό κυκλοφόρησε αστραπιαία: Γιάννης. Creative στο καινούριο project της εταιρείας. Ούτε καν 30. DJ και ραδιοφωνικός παραγωγός. Ιδανικός για το κοινό. Και – κυρίως – φτηνός για τα δεδομένα της αγοράς.
Εκείνη πέρασε φευγαλέα από μπροστά του – δήθεν προς το λογιστήριο – και τον κοίταξε ξεδιάντροπα, ευθεία στα μάτια. Είναι μέτρο θράσσους η τεχνική της. Εκείνος συνάντησε το βλέμμα της περιπαικτικά, σχεδόν σαν πρόκληση και την ακολούθησε με τα μάτια μέχρι που έστριψε στη γωνία του διαδρόμου.
Στο πρώτο τους meeting της μίλησε διακριτικά, χαμογελαστά και στο τέλος προκλητικά. Αποθήκευσε το νούμερο της στο κινητό του και της έκλεισε το μάτι.
Τον σκέφτηκε φευγαλέα το βράδυ καθώς τυλίχτηκε στους καπνούς με τον Δημήτρη. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο την έπιασε η παράνοια της φούντας και του μίλησε κοφτά και επαγγελματικά. Εκείνος ξεφύσηξε – σημάδι ότι δεν είχανε τελειώσει ουσιαστικά αλλά έκλεισε το τηλέφωνο γελώντας.
– Ποιός ΜΑΛΑΚΑΣ είναι αυτός που σε ρωτάει αν κάνουμε μαύρο και σε παίρνει από το γραφείο 10 η ώρα το βράδυ γαμώ το μπελά μου!
Άντρες. Κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη.
Βρέθηκε να τον σκέφτεται συνέχεια, λάγνα και βρώμικα. Ασταμάτητα. Με τη μονομανία της έφηβης. Με την ξεδιαντροπιά παλιάς καραβάνας.
Ούτε γραψίματα – ούτε τηλέφωνα – ούτε χάδια. Κόντεψε να τρακάρει ένα βράδυ γιατί σκεφτόταν πώς να είναι στο κρεβάτι. Με λεπτομέρειες.
Ο φωτογράφος, καιρό φίλοι, αγανακτισμένος από την απροσεξία και το ατελείωτο φλερτ ξεσπάθωσε ένα βράδυ:
– Γάμα τον να τελειώνουμε.
Δεν χρειαζόταν ενθάρυνση – της έλειπε ο λόγος. Συνηθισμένη στο βίαιο συναίσθημα – φτιαχτό ή αληθινό – μπλοκάρισε μπροστά στην αναπάντεχη έλξη. Την άμεση επιθυμία να τον πετάξει κάτω όπου βρει.
Σκεφτόταν τσόντα. Μικρός λόγος για να τον κυνηγήσει. Δεν άξιζε τον κόπο.
Στο γραφείο την φώναζε για ηλίθιους λόγους και συζητούσαν επαγγελματικά – με διαλείματα ηλιθιότητας και εξυπνάδας. Πέρναγε το χέρι του πάνω από το δικό της ή άγγιζε τη γάμπα της φευγαλέα. Και συνέχεια, χωρίς σταματημό τα γελαστά του μάτια έψαχναν την αντίδραση της. Κράταγε τα πόδια της ερμειτικά κλειστά και τον έβριζε με τα χειρότερα λόγια από μέσα της ενώ φορούσε το λάγνο της χαμόγελο.
Ένα Σάββατο βράδυ την κάλεσε στο μαγαζί που θα έπαιζε μουσική. Στο διάλειμα του, ήρθε κοντά της και άναψε τσιγάρο. Άνοιξε τα πόδια της καθισμένη στο μπαρ και τον έκλεισε εκεί. Γυρνώντας να πάρει το ποτό του άγγιζε το στήθος της – με τη βεβαιότητα του άντρα που ξέρει ακριβώς ποιο είναι το πιο ευαίσθητο σημείο σου.
Κι έτσι όπως τον κοίταξε έξαλλη, κατάλαβε σε μια στιγμή ότι ο μόνος λόγος που ήθελε να τον γαμήσει ήταν η τσαντίλα.
Σπίτι του άνοιξε τα παράθυρα, ξημερώματα στο κρεβάτι του της έδειξε το τατουάζ του και την έγδυσε παιχνιδιάρικα. Κάπως σαν περιπετειούλα. Παρέμεινε ήσυχη και διστακτική και ανέχτηκε τις απότομες κινήσεις μόνο και μόνο επειδή ήταν δεξιοτεχνικές. Τελείωσε εύκολα αλλά αποθρασύνθηκε γρήγορα όταν βρέθηκε από πάνω και είδε σιγά σιγά το χαμόγελο να σβήνει από τα μάτια του, τα χέρια του να σφίγγονται στη μέση της και να χάνει το δήθεν και το περιπαικτικό. Τελείως.
Για μια στιγμή – μόνο για μια στιγμή – το είδε ξεκάθαρα ότι ο άντρας αυτός την τσάντιζε άδικα. Ήταν απλός. Έξυπνος. Κακομαθημένος. Παιδί.
Δεν υπήρχε κάτι βαθύτερο, κάτι πολυτιμότερο, κάτι μαγικότερο.
Κι ένιωσε πως το έλυσε το μυστήριο.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ήρεμα μετά από πολύ καιρό.
Polu wraio – omws den uhrxe musthrio, mono tsantila. Kai mou fainetai pali to idio tha kanei h hrwida sou me ton epomeno kakomathimeno giati ki auth kakomathimenh einai…
Μα είναι δυνατόν μυστήριο στην τσόντα; Αδύνατον.
Όσο για το κακομαθημένη – είναι σίγουρα. Όλες οι ηρωίδες από κάπου πρέπει να ξεκινάνε το ταξίδι τους.
Τσόντα.
[…] Σκέφτεσαι Τσόντα, σύντομη ιστορία της Σοφίας (αφού δεν βγάζει πια podcast της το βγάζουμε εμείς!) […]
[…] « Σκέφτεσαι τσόντα. […]
[…] Τσόντα, σύντομη ιστορία της Σοφίας (αφού δεν βγάζει πια podcast της το βγάζουμε […]