Το Πικρό Τσάι της Ξενιτιάς

Πιτσιρικάδες με δόντια ΙΙΙ

>> Θα το βρεις και στο δωρεάν e-book “Τα Μεταμεσονύχτια“. Κλικ για να το κατεβάσεις.

* Πιτσιρικάδες με δόντια
* Πιτσιρκάδες με δόντια ΙΙ

——————————–

Στα βλέμματα…

Στο μπαρ με το χαμένο όνομα στο Πασαλιμάνι πέρναγαν τα βράδια του Σαββάτου βαριεστημένες. Με μολύβι μαύρο στα μάτια και με σκούρο κραγιόν κατάφερναν να γελάνε με τα πάντα – το ασταθές γέλιο της εφηβείας πριν γίνει θηλυκότητα. Και καλά γόησες. Και καλά.

Η μικρή είχε ένα κακό συνήθειο να κολλάει σε φάτσες, να χάνεται σε βλέμματα και κινήσεις. Έκρινε τους ανθρώπους από τον τρόπο που περιέφεραν το σώμα τους στο χώρο, από τον τρόπο που κάπνιζαν, από τα δάχτυλα των χεριών τους. Καθόταν απέναντι στην πόρτα πάντα, έσκυβε για να ακούσει τη Μαρίνα που της έλεγε τα τελευταία νέα και παρατηρούσε κάποιον. Δεν έχει σημασία ποιόν. Κάποιον που της έκανε εντύπωση. Το βλέμμα της παρέμενε εκεί για ώρα, χωρίς αλλαγή.
– Μην κοιτάς έτσι ρε μαλάκα, καρφώνεσαι.

Δεν το έκανε επίτηδες. Τα μάτια της αποτύπωναν λεπτομέρειες της κίνησης ενώ το μυαλό της έπλεκε σενάρια. Και έμενε εκεί, όχι για να το δείξει αλλά επειδή ξέχναγε να διακόψει την κίνηση.
– Θα μας πάρουνε χαμπάρι, μην κοιτάς έτσι.

Επειδή τα μάτια της ήταν εκπαιδευμένα στην παρατήρηση ήξερε αμέσως ποιος την κοιτάει. Όπου κι αν ήταν. Ένιωθε κάποιο βλέμμα πάνω της και οι κινήσεις της αποκτούσαν θεατρικότητα χωρίς να το καταλαβαίνει. Σχεδόν αυτόματα. Συγκεντρωνόταν στην κουβέντα περισσότερο. Κουνούσε τα χέρια της. Άναβε το τσιγάρο της πιο αργά. Προέβαλλε. Μάθαινε το καινούριο παιχνιδάκι του με βλέπεις – σε βλέπω και βγάζουμε συμπεράσματα. Η απαρχή της ενηλικίωσης.

Εκείνος με τα μάτια την κοίταξε αναπάντεχα μια μέρα στη βιβλιοθήκη. Κατάλαβε το βλέμμα και σήκωσε τα μάτια της πάνω του, απορρημένη. Κάθησε σχεδόν ακίνητη καθώς εκείνος δεν απέστρεφε τη ματιά του. Της φάνηκε για πρώτη φορά δύσκολο να ερμηνεύσει το σώμα απέναντι της. Κάτι της έλειπε, κάτι δεν είχε καταλάβει. Και κόλλησε πάλι έτσι αορίστως να κοιτάει. Όταν το κατάλαβε ότι κοίταζε για περισσότερη ώρα από ότι έπρεπε, περίμενε εκείνος να χαμογελάσει μα το στόμα του παρέμεινε σχεδόν κλειστό – καμία αλλαγή. Της μίλησε μερικές μέρες μετά χωρίς να χαμογελάει πάλι με το ίδιο υπνωτικό βλέμμα και η μικρή εξαπέλυσε την επίθεση του νικημένου και κρύφτηκε πίσω από γρήγορες εξυπνάδες πανικοβλημένη.

Τον παρατήρησε για δυο τρεις μέρες και ρώτησε τη Μαρίνα.
– Ποιός;
– Εκείνος με τα μάτια.
Κατά τα άλλα η περιγραφή ήταν ακριβής αλλά Εκείνος με τα μάτια ήταν άγνωστος στην παρέα της μικρής αφού ανήκε στο άτυχο στρώμα της Δευτέρας Λυκείου. Ούτε Τρίτη Λυκείου – και άρα ελκυστικός – ούτε Πρώτη Λυκείου – και άρα απλά και μόνο γνωστός αλλά μικρός. Άλλωστε, άνθρωπος μη εμφανιζόμενος στο καπνιστήριο σπάνια θα ήταν γνωστός στα κορίτσια με τα κρυμμένα πακέτα που πέρναγαν όλα τα διαλείματα τους, ακόμα και τα πεντάλεπτα, εκεί.

Δεν τον ήξερε καν ο Κώστας που ήξερε τους πάντες. Ή τουλάχιστον όλους όσους έπρεπε να ξέρει.
– Είσαι σίγουρη;
– Ναι λέμε είναι εδώ.
– Ρε μήπως τον φαντάστηκες;
– Άντε γαμήσου. Και δώσε ένα τσιγάρο.

Ανησύχησε ότι της είπε ψέμματα για το σχολείο που πήγαινε. Άρχισε να κάθεται έξω έξω στο καπνιστήριο για να τον δει κάπου αλλού στο προαύλιο. Όταν τον πήρε το μάτι της από μακριά δεν μπόρεσε και πάλι να ερμηνεύσει το σώμα του. Η κίνηση του ήταν σχεδόν βαριεστημένη, τα πόδια του πάταγαν ελαφριά και είχε μια τάση να κουνάει τα χέρια του πολύ, παιδικά σχεδόν. Και να γελάει. Το στόμα του άνοιγε σε χαμόγελο σχεδόν, όχι ακριβώς και μιλούσε έτσι, χαμογελαστά. Τα μάτια του όμως δεν γέλαγαν ακριβώς – κάπου εκεί κρυβόταν μια λεπτή ειρωνία, κάτι άλλο ανεξιχνίαστο. Κάτι κλειστό. Όλα ανοιχτά αλλά κάτι κλειστό.

Την πήγε για καφέ ένα Σάββατο και ένα ακόμα και η μικρή τρομοκρατήθηκε από τον τρόπο του, έπαιξε με τις λέξεις και τελικά μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο πληγώνοντας τον κάπου στην πορεία.
– Τον γουστάρεις;
– Κάτι δεν πάει καλά.
– Τι;
– Δεν ξέρω. Κάτι.
Η Μαρίνα νευρίαζε με αυτή την ανεξήγητη μανία της μικρής να τον παρατηρεί αλλά να μην τον πλησιάζει και άλλαζε το θέμα.

Το καλοκαίρι ήρθε και πέρασε και η Δευτέρα Λυκείου τους φάνηκε χειρότερη από ότι την περίμεναν. Η παλιά Τρίτη Λυκείου είχε αποφοιτήσει και άρα όλο το ενδιαφέρον είχε εξαφανιστεί. Η περσινή Δευτέρα είχε γίνει τώρα Τρίτη αλλά οι μόνοι που εντυπωσιάζονταν μαζί τους ήταν στην Πρώτη. Θέλοντας και μη τα κορίτσια βρέθηκαν στη μέση και για πρώτη φορά άρχισαν να βγαίνουν με αγόρια εκτός του σχολείου. Η Μαρίνα άρχισε να ξημεροβραδιάζεται στον Κορυδαλλό με τον καινούριο και η μικρή βρέθηκε να βγαίνει με κάποιον από την Καλλιθέα. Ξημεροβραδιάζονταν στα δικά του στέκια και άκουγε για εξεταστικές και πανεπιστήμια από την παρέα του, ενώ εκείνη έδινε αναφορά για κοπάνες και Πανελλήνιες, θέματα που εκείνος είχε εξαντλήσει εδώ και χρόνια.

Το τελευταίο Σάββατο της άνοιξης περπάτησε μαζί του στο Πασαλιμάνι. Την κρατούσε απαλά πάντα, με μια συγκαταβατικότητα ενηλίκου προς ανήλικο. Άφησε το χέρι του και κοίταξε ευθεία μπροστά της, κόλλησε για μια ακόμα φορά καθώς Εκείνος με τα μάτια ερχόταν από απέναντι, κέντρο σε μια παρέα αγοριών που γίνανε θολά πρόσωπα. Κάτι δεν πήγαινε καλά ακόμα. Την έπιασε πάλι αυτό το αίσθημα του κλειστού. Έπιασε το χέρι της, κοίταξε το δαχτυλίδι στον αντίχειρα της που του το είχε πάρει με το έτσι θέλω και έφυγε. Δεν χαμογέλασε. Ακόμα.
– Τον ξέρεις;
– Παλιός συμμαθητής.
– Που λες να πάμε;

Έριξε ένα βλέμμα πίσω της φευγαλέα στην πλάτη του.

Χρόνια μετά σκέφτηκε ότι η συνήθεια της να κολλάει στα πρόσωπα δεν ήταν μόνο θέμα απροσεξίας. Ήταν θέμα σιγουριάς. Η ανάλυση ήταν πάντα σωστή. Σχεδόν πάντα.
– Τον είδες;
– Ναι.
– Ο Γιάννης τί είπε;
– Τίποτα. Χαμπάρι δεν πήρε.
– Και;
– Τίποτα.
Η Μαρίνα άλλαξε πάλι θέμα. Η μικρή κόλλησε το βλέμμα της απέναντι. Στο σπίτι που είχε πάντα ένα πατζούρι κλειστό. Χειμώνα καλοκαίρι. Κλειστό.

2 comments to Πιτσιρικάδες με δόντια ΙΙΙ

Leave a Reply to 9 χρόνια Digital Era (όντως) « digital-era Cancel reply

You can use these HTML tags

<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>