Είναι βράδυ, μεσοβδόμαδα, κάπου έχουμε πάει και περπατάμε για το σταθμό.
Με ρωτάει, του απαντάω.
Μου λέει, τον ακούω.
Με ξαναρωτάει και δε μπορώ να απαντήσω γιατί αν ανοίξω το στόμα μου θα κλάψω.
Του κάνω νόημα “μη μιλάς” και σηκώνω τα χέρια μου στο κεφάλι μου. Δένω τα δάχτυλα μου πίσω, στο σβέρκο μου και ανασαίνω αβέβαια μέχρι να μπορέσω να ανασάνω χωρίς λυγμό.
Αυτό έχει συμβεί δυο φορές.
(Αναρωτιέμαι ποια από τις δυο θυμάται)
Να μη στα πολυλογώ, όχι, δεν κόβεται η ανάσα μου για αυτό που φαντάζεσαι.
Υπάρχουν κι άλλες αγάπες, πέρα από αυτές που έχεις στο μυαλό σου.
Αγάπες που αφήνουν μελάνι κάτω από το δέρμα σου. Τέτοιες. Που σε κάνουν αυτό που είσαι. Τέτοιες.
Που δεν είναι άντρες ρε.
(Ούτε γυναίκες)
Που είναι μόνο το ποιος είσαι, και θρηνείς όταν το προδίδεις και ψάχνεις απελπισμένα έναν τρόπο να τον κάνεις πάλι δικό σου.
Τον εαυτό σου ρε.
Αυτά.
Για να ξέρεις και να μη με ρωτάς άλλη φορά.
Leave a Reply