Το Πικρό Τσάι της Ξενιτιάς

Μεταμεσονύχτιον

Με κοιτάς.

Στα μονοπότια που περπάτησες πιο χέρι κρινένιο άπλωσε ροδοπέταλα στο διάβα σου;

Το δικό μου χέρι τώρα, με τα σπασμένα νύχια, με τις πληγές από τα αγκάθια των ρόδων, χαϊδεύει το προσκέφαλο σου για να κοιμηθείς.

Ζηλεύω τις νεράιδες των παιδικών σου ονείρων, τις μάγισσες των παραμυθιών σου.
Ζηλεύω τις νύχτες που κάθησες στη μικρή προβλήτα παίζοντας κιθάρα με φίλους… βρέχοντας τα πόδια σου στο νερό.

Πού ήμουν όταν άνοιξες τα χείλη σου πρώτη φορά, τρυφερά, απαλά;

Και πού ήμουν όταν έσμιξες τα φρύδια σου – σημάδι του εκρηκτικού σου θυμού;

Βλέπω στα μάτια σου ότι ήσουν κι ότι άφησες για μένα, κι ότι έγινες για να είμαστε εμείς απλά εμείς.

Οι δύο.

Μεταμεσονύχτιο. Καθώς η νύχτα με προσπερνάει και μου προσθέτει χρόνια.

Σ’αγαπώ – πιο πολύ για τα χάδια που μου υποσχέθηκες έφηβος… όταν αγνάντεψες με το πρώτο σου τσιγάρο από το Φάρο.

Κι αυτή η υπόσχεση είναι που μετράει.

1 comment to Μεταμεσονύχτιον

Leave a Reply

You can use these HTML tags

<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>