Εγώ κι ο Καβαλιώτης περιμένουμε το λεωφορείο μέσα στο σκατόκρυο. Μιλάμε για κρύο. Πολύ. Είναι Κυριακή πρωί. Μιλάω στο τηλέφωνο με το αδέρφι μου. Εν τω μεταξύ πλησιάζει κυριούλα γύρω στα 40, ταλαιπωρημένη, ζωσμένη με σακούλες και μπαγκάζια. Με το ένα μου αυτί (το άλλο παρακολουθούσε τί έλεγε στο τηλέφωνο η αδελφή μου) την ακούω που ρωτάει τον Καβαλιώτη αν περιμένουμε πολύ ώρα για το λεωφορείο.
Νομίζω ότι ο Καβαλιώτης έχει φιλικό μούτρο. Πολύς κόσμος του μιλάει έτσι γενικά. Έχω την εντύπωση ότι διαχέεται γύρω του μία αύρα φιλικής αοριστίας.
Περιμένουμε ακόμα δέκα λεπτά και χοροπηδάμε για να ζεσταθούμε. Ο Καβαλιώτης που και που τρίβει την πλάτη μου – πράγμα που πρέπει να αποφεύγεται γιατί έχει κάτι παλάμες δέκα μέτρα και πάντα ανησυχώ ότι από την τριβή θα αρχίσουν να πετάγονται σπίθες και θα γίνω παρανάλομα του πυρός.
Κυριούλα γυρίζει και μας λέει
– Δεν έρχεται και το σκατο λεωφορείο.
Την κοιτάζουμε και μουγκρίζουμε σε σημάδι ότι συμφωνούμε.
– Δε μου πάει καθόλου καλά το Σαββατοκύριακο, λέει και είναι έτοιμη να κλάψει.
– Ναι, ξέρω τί εννοείτε, λέω σε μια προσπάθεια να της αποσπάσω την προσοχή και να μην κλάψει. Αν το κάνει, ο Καβαλιώτης θα σουφρώσει τα φρύδια του και θα θελήσει να μάθει περισσότερα. Πράγμα που για έναν πονεμένο άνθρωπο θα σημάνει μόνο ακόμα περισσότερα κλάμματα, ίσως και με λυγμούς.
– Χτες, τράκαρε ο αδελφός μου και έτρεχα στο νοσοκομείο και στο αστυνομικό τμήμα μαζί του. Σήμερα το πρωί μάλωσα με το αγόρι μου. Πήρα τα πράγματα μου και πάω στη μάνα μου. Πέρασα από την τράπεζα να βγάλω πέντε λίρες για να πιω έναν καφέ και το μηχάνημα μου κατάπιε την κάρτα. Είμαι άφραγκη, χωρίς κάρτα και έχω να κοιμηθώ 24 ώρες. Και δεν έρχεται και το σκατολεωφορείο.
– Τί μου λέτε. Μια από εκείνες τις μέρες ε; Υπομονή, της λέω και της χαμογελάω – ελπίζω ενθαρρυντικά.
Ωσάν από μηχανής θεός το λεωφορείο στρίβει τη γωνία.
– Αχ ευτυχώς, λέει η κυριούλα, φανερά ανακουφισμένη.
Άμα είσαι στην απελπισία μπορεί και το πιο μικρό να σε ηρεμήσει λίγο τελικά.
Μου θύμισες ένα περιστατικό σήμερ το πρωί: Η γειτόνισσά μου η κυρία Καίτη (ετών 70φεύγα) μου έκανε παράπονα ότι δεν της χτυπάω ποτέ την πόρτα να δω άμα ζει ή πέθανε. Και μου έπιασε κουβέντα μέσα στο ασανσέρ και δεν με άφηνε να φύγω, για να μου πει όλα όσα της συνέβαιναν. Κι ένιωσα απίστευτα άσκημα, αλλά έψαχνα τρόπο να την κάνω και να μην την ακούω
χι χι! Εμένα πάλι μ’ άρεσε αυτό το ‘ο Καβαλιώτης’. Μ’ έπιασαν τα τοπικιστικά μου. :):)
Καλά κάνεις. Γαμάτη η Καβάλα
Συμφωνώ και επαυξάνω (για Καβαλα..ξύπνησε και το δικό μου το τοπικιστικό.;))
Καλή είναι η Καβάλα, αλλά η Δράμα είναι καλύτερη :Ρ
Σίγουρα καλή η Δράμα
αλλά η Καβάλα ασύγκριτη.