Στην πέτρινη πόλη του Εδιμβούργου όλα είναι ήσυχα. Η νύχτα έχει πέσει και οι τελευταίοι μεροκαματιάρηδες τρέχουν προς τη ζεστή σούπα που τους περιμένει στο σπίτι. Οι μαθητές έχουν τελειώσει το διάβασμα και περιμένουν ήσυχα στην κουζίνα την επιστροφή του Πατέρα καθώς οι Μανάδες κόβουν ψωμί.
Μα κάτι κινείται στα σοκάκια της πόλης… Κάτι σκοτεινό…
Οι νοικοκυραίοι κλείνουν τα πατζούρια τους καθώς ένα επίμονος ήχος φτάνει στα σαλόνια τους. Τρία ζευγάρια μπότες περπατούν την πόλη. Τρεις φιγούρες, στρίβουν μέσα σε σοκάκια και περάσματα που ο κάθε καθώς πρέπει κάτοικος τους Εδιμβούργου αρνείται ότι υπάρχουν. Στο σκοτάδι της πόλης δεν φαίνονται καλά, κρύβονται στις σκιές, σκιές και οι ίδιοι μα καθώς περνάνε κοντά από μία λάμπα ξεκλέβουμε μια ματιά: Ντυμένοι στα μαύρα, με μακριά μαύρα παλτό, κουβαλάνε και οι τρεις από μία μαύρη θήκη κιθάρας και τα μάτια τους είναι σκοτεινά, σαν η φωτιά της κόλασης να τους καίει.
Στο κακόφημο μπαρ στην άκρη της πόλης ο μπάρμαν σκουπίζει τα ποτήρια της μπύρας καθώς η πόρτα ανοίγει με πάταγο. Οι Τρεις Σκοτεινοί Μουσικοί μπαίνουν στο μπαρ και μαζί τους ο κρύος αγέρας της πόλης. Ο μπάρμαν ανοίγει το στόμα για να τους πει ότι κλείνουν μα κοιτώντας το βλέμμα του πρώτου, που είναι σαν αίλουρος στο κυνήγι, σωπαίνει. Στην άκρη του μπαρ η Γυναίκα με τα μακριά μαλλιά και τις γόβες στιλέτο παρακολουθεί μέσα από τον καπνό του τσιγάρου της. Οι γάμπες της ξεπροβάλλουν μέσα από το σκίσιμο της φούστας της μας οι Τρεις δεν της ρίχνουν ούτε βλέμμα καθώς κάθονται στη μέση του μπαρ, στα ψηλά σκαμπό και ακουμπάνε τις θήκες μπροστά τους.
– Τρία ουίσκι, λέει ο μεσαίος με τη μπρούσκα φωνή του.
Ο μπάρμαν βάζει γρήγορα τρία σκέτα ουίσκι και τα βάζει μπροστά τους. Οι Τρεις πιάνουν τα ποτήρια τους και με μία κίνηση κατεβάζουν το φλογερό περιεχόμενο. Κατεβαίνουν από τα σκαμπό, παίρνουν τις μαύρες θήκες και κατευθύνονται προς την πόρτα. Πριν εξαφανιστούν για πάντα, ο τελευταίος γυρίζει και μπροστά του σταματούν και οι άλλοι και γυρίζουν. Ο τελευταίος βγάζει τρία νομίσματα από την τσέπη του και με μία υπολογισμένη κίνηση τα πετάει στο μπάρμαν “Κέρνα το κορίτσι ένα ουίσκι από μας”
Σκοτεινοί όπως η νύχτα του Εδιμβούργου εξαφανίζονται στα σοκάκια της πόλης, καθώς η Γυναίκα πίνει στην υγειά τους και ανάβει ακόμα ένα τσιγάρο.
—–
Εξαιρετικά αφιερωμένο: Νιαβέντ
Μεσαιος σκοτεινος τυπος μολις εκλεισε για 1ο ΣΚ Αυγουστου live σε γνωστη pub.
Φορωντας μονο μαυρα (μεχρι σοβρακο) εκλεισε τη δουλεια. Αλλα δεν κερασε…….
Μα να μην καλέσετε την τραγουδιάρα; Τί θα το κάνω τώρα εγώ το σταριλίκι μου μπορώ να μάθω; Πού θα το περιφέρω;