Διαβάσατε τον Αιγύπτιο Αρραβωνιάρη – τώρα έρχονται και τα καλύτερα. Όπως έχουμε πει ο πατέρας μου είναι λίγο εύπιστος όταν πρόκειται για άσχημα νέα που αφορούν τις δυο κόρες του. Εκπαιδευμένος χρόνια σε αργοπορίες, ψεμματάκια και άλλες εφηβικές υποχρεωτικές καταστάσεις πιστεύει πραγματικά πως όποτε και να είναι, είμαστε διατεθημένες να κάνουμε τα χείριστα. Πολλές φορές έχει δίκιο αλλά δε του το λέμε.
Ως γνωστόν επίσης η συμβία του Μ. εκνευρίζεται ταμάλα με όλο αυτό το άγχος που τον κάνει να στριφογυρίζει τα βράδια και να μην κοιμάται. Που και που λοιπόν σκαρφίζεται διάφορες ιστορίες με τις οποίες γελάμε για καιρό.
Η τελευταία είναι η εξής:
Μιλάμε με τον πατέρα στο τηλέφωνο και του λέω πως, αφού πήγα Ιρλανδία και Εδιμβούργο φέτος λέω να κατέβω και Ελλάδα δύο φορές, μία για τους γάμους και μία για κανονικές διακοπές. Μάστα μου λέει. Εντάξει.
Κλείνει το τηλέφωνο, κάθεται στον καναπέ, κι έτσι όπως πίνει καφέ λέει στην Μ. “Μα πού τα βρίσκει τόσα λεφτά και κάνει διακοπές συνέχεια;” [Άλλο που για μένα η Ιρλανδία και το Εδιμβούργο είναι ένα πράγμα Αθήνα – Θεσσαλονίκη]
– Α, λέει η Μ. με σοβαρότατο ύφος, δε τα μαθες; Έπιασε μια δεύτερη δουλειά, τα απογεύματα που δεν έχει μάθημα στην Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου.
– Και τί κάνει;
– Ε έχουν εκεί ένα εργαστήριο ζωγραφικής και ένα φωτογραφίας και ποζάρει γυμνή.
Κόκκαλο ο πατέρας. Κοκκινίζει, ξεφυσάει, το σκέφτεται. Η καράφλα έχει γίνει το χρώμα του αστακού, ένα πράμα.
Την άλλη μέρα, αφού το έχει σκεφτεί, με παίρνει τηλέφωνο. – Έλα.
– Έλα μπαμπά. Τί γίνεται;
– Καλά. Εσύ πώς είσαι;
– Καλά.
– Σίγουρα; Είσαι σίγουρα καλά;
[Τονίζω για μια ακόμα φορά την αξεπέραστη συνήθεια του πατέρα μου να μη ρωτάει στα ίσα. Από τη μία θέλει να ξέρει κι από την άλλη φοβάται να ρωτήσει. Από τη μία ανησυχεί ως πατέρας κι από την άλλη δε θέλει να ανακατεύεται στα προσωπικά μας] Ακούω λοιπόν γέλια από μέσα. Η Μ. γελάει, ο πατέρας μου ανασαίνει κάπως δύσκολα. Με τα πολλά μαθαίνω τί και πώς.
– Και καλά ρε πατέρα. Έστω το πίστεψες ότι εγώ θα πήγαινα να ποζάρω τσιτσίδι. Δε σκέφτηκες ότι δε με παίρνουν;
– Δεν ξέρω παιδί μου – δεν ξέρω.
Νομίζω πήρε ένα Maalox και πήγε να ξαπλώσει.
Σοφία διαβάζοντας τα κείμενά σου άρχισα να πιστεύω πως το πιο καλό πράγμα για την ψυχική υγεία ενός παιδιού είναι να χωρίσουν οι γονείς του και να παντρευτούν ξανά και οι δυο.
(Απίστευτοι είναι οι γονείς-ευτυχώς. Εν τω μεταξύ με το που μπήκε το καλοκαίρι τα ξεβρακώματα στα blog πέφτουν βροχή. Φανταστικά ή μη. Όλοι εκεί το μυαλό μας. Απ’ αυτά που διαβάζω, μάλλον όλοι ποστάρουμε τσίτσιδοι.)
Χμ. Δεν έχει να κάνει τόσο με τον χωρισμό αυτόν καθεαυτό αλλά με το πώς το περνάς στο παιδί. Οι δικοί μου ήταν ειλικρινείς, τρυφεροί και μας εξηγούσαν τα πάντα χωρίς ψέμματα και υπεκφυγές.
Άμα στο παιδί λες ψέμματα και το κάνεις δύσκολο και δε σε συγχωρεί ποτέ. Γνώμη μου.
Πάντως μακάρι να μπορούσαμε να ποστάρουμε όλοι τσίτσιδοι. Αλλά στα Λονδίνα μας έχει γαμήσει στο κρύο και τη βροχή.
Σοφια,πολυ γελιο ρε παιδι μου με τους γονεις σου.Εχεις πλακα γενικα,να σαι καλα,μ’αρεσει να σε διαβαζω.
Μπραβο τους που ηταν ετσι οπως περιγραφεις και ειστε μια χαρα.
Ασχετο,εγω ειμαι Εδιμβουργο και κοντευω να βγαλω βρυα και λειχηνες απο την βροχη και την υγρασια.Ατιμη ξενιτια τι μας κανεις :ΡΡΡ
Σου έχω πει οτί στους πατεράδες φερόμαστε με στοργή και προδέρμ!! Δεν είναι για πολλά-πολλά!! Είναι για τα δύσκολα και μόνο! Δεν τους χρειάζονται οι λεπτομέρειες της ζωής γιατί τους μπλοκάρουν και τους φέρνουν αντιμέτωπους με την πεποίθηση που απέκτησαν όταν γεννηθήκαμε (εμείς οι κόρες πάντα) οτί θα αντισταθούν στη σαπίλα της νέας εποχής!!
Τα αλατοπίπερα είναι για μαμάδες Δέσποινες και μαμάδες Δήμητρες.
Αφήστε τον λοιπόν τον Γκιούσο ήσυχο να κοιμάται τα βράδυα!!
Εντάξει;;;; Άντε!!
Θ’αρχίσω να πιστεύω στην μεταφυσική, δε γίνεται αλλιώς, πρέπει οπωσδήποτε να αποδώσω κάπου το γεγονός ότι όλοι (μα όλοι) είναι ίδιοι.
Ακόμα και στην καράφλα.
Τουλάχιστον, δεν έχεις προβλήματα με τη ζάχαρη.
Μερσίδης
[…] […]