Εδώ και μερικές μέρες γνωρίζω από μυστικές πηγές ότι ο Κουζ παρακολουθεί τούτο το blog. Έτσι όπως κάθεται λοιπόν το βράδυ στον υπολογιστή με καφέ και διαβάζει θέλω πάρα πολύ να ανοίξει ο στόμας του και να πέσει στο πάτωμα.
Ο Κουζ είναι μορφή στα οικογενειακά και ευρύτερα κοινωνικά δρώμενα του σογιού μου. Γιορτές, Πάσχατα, Γεύματα.
Έχει συλλογές ελληνικών – όσο πιο σκυλάδικα τόσο καλύτερα – τραγουδιών και τα φέρνει όταν κανονίζουμε χορό-κρασί-τραγούδι. Πίνει με τους υπόλοιπους (θείους, πατεράδες, ξαδέλφους) και ξέρει να ψήνει τη μπριζόλα σωστά.
Σημαντικό: Όλη η πιτσιρικαρία όταν συγκρίνεται με τον Κουζ είναι λίγη… πολύ λίγη… Κάθονται δηλαδή τα ξαδέλφια μου σε μια γωνιά, συζητάνε τα δικά τους, ήσυχα κι ωραία. Ούτε φωνές, ούτε τραγούδια, ούτε τίποτα. Ο Κουζ όχι μόνο δημιουργεί το τζέρτζελο αλλά το εφαρμόζει κι όλας, λέγοντας όλες τις ξεκαρδιστικές ιστορίες που δεν έχουμε ακούσει, φωνάζοντας το ποιος πρέπει να χορέψει τώρα (και γιατί) και κάνοντας διάφορα σχόλια με τα οποία δε μένει άντερο λέμε.
Η βροντερή φωνή του Κουζ είναι ένα από τα κλου της υπόθεσης. Μιλάει στο Παλαιό Φάληρο και ακούγεται στη Γλυφάδα. Πέρσι το Πάσχα μπορεί και να ακουγόταν μέχρι τη Βάρκιζα.
Ξέρει πού έχει καλό κρέας για ψήσιμο, ποια σκυλοσουξεδάκια ακούγονται στον Σφαίρα, ποιος κάνει σουξέ στο Romeο και τα τραγούδια στα CD του απέξω. Κι έχει αυτό το χιούμορ το καυστικό, που λέει κάτι τόσο απίστευτο, τόσο έξυπνο και με τέτοιο τρόπο που δεν μπορεί να συγκρατηθεί κανένας.
Μετά το φαγητό και αφού πιάτα και ποτήρια έχουν εξαφανιστεί, κάθονται στο τραπέζι ο Κουζ, ο Α. και ο Θείος Δ., βγάζουν το Λεμοντσέλο και τη Γκράπα και αρχίζουν να κοπανάνε μέχρι τελικής πτώσεως. Ο Κουζ εν τω μεταξύ φωνάζει στη Μαμά Δέσποινα ποιο κομμάτι να βάλει στο CD (“Δέσπω από εκείνο το CD το 3”). Κάθεται στην καρέκλα ωσάν το Βασιλιά κοιτώντας προς την πρόχειρη πίστα μας, τραγουδάει δυνατά μόνο σε σημεία του τραγουδιού και ποτέ όλο τα τραγούδι – συνεχώς επιννοεί δικά του λόγια κυρίως πρόστυχα – χτυπάει παλαμάκια και φωνάζει με τη μπρούσκα φωνή “Πάαααααααααααμε!” συνήθως πριν το ρεφραιν.
Θυμάται ιστορίες που δεν θα τις θυμόταν κανείς. Και όποια ιστορία του λένε μπορεί να διακόπτει στα σωστά σημεία με περίεργες ερωτήσεις ή εναλλακτικά ανοίγει το στόμα ΝΑ και λέει (πάντα δυνατά) “Τι λες ρε μαλάκα! Πω Πω Πω!” και στο “πω πω πω” στο στόμα του μένει ανοιχτό θεατρικά στο ωμέγα. Τέλος ΟΛΑ τα ανέκδοτα που θα θέλαμε να θυμόμαστε αλλά τα ξεχνάμε ο Κουζ τα θυμάται, τα λέει και δε τα αφήνει να πέσουν χάμω.
Τους βλέπεις τώρα αυτούς τις γενιάς μου και τον Κουζ (μαζί με τους υπόλοιπους καλοπερασάκιδες θείους). Τί να κλάσει κι η γενιά μου λέμε. Όταν ο Κουζ σπάει το πιάτο – με αρχοντιά – όλοι αυτοί κοιμούνται.
Γι’αυτό σου λέω μάνα μου. Καλά τα ποιοτικά, και τα βιβλία μας και οι συναυλίες μας και όλα. Που και που χρειάζεται ένας Κουζ για να μας θυμίσει ότι τις Κυριακές και τις σχόλες η ψυχή μπορεί να γουστάρει να σπάσει ένα πιάτο και να γελάσει βροντερά.
Πως με κατάλαβες βρε θηρίο; Δεν ήξερα πως με εκτιμούσες τόσο πολύ! Φέτος θα σε πάω στη Χρύσπα και στο σπίτι θα σου τραγουδάω το Τσικουλάτα.
Άσε ΠΙΤΣΙΡΙΚΟ για σένα ετοιμάζω ειδικό “Τιμής Ένεκεν”!
Σοφία,
λες κανείς από τη γενιά μας να μη λάβει στο μέλλον το ρόλο του περίφημου Κουζ;
Μπα, δεν νομίζω, τώρα που το σκέπτομαι, κάπως θα γεννήσουμε κι εμείς τον καλοκάγαθο γλεντζέ-ψυχή της παρέας, κλπ.
(Κουζ, από τι; από το κούζιν=cousin?