Το Πικρό Τσάι της Ξενιτιάς

Να μας έλεγες περισσότερα…

Τον θυμάμαι να καπνίζει όταν ήταν 16 κι εγώ 15. Στο χωριό. Ή σε ένα χωριό, δεν έχει σημασία. Ένας χρόνος διαφορά όταν είσαι έφηβος είναι μεγάλη διαφορά.

Ήμουν πάντα η μόνη στο χωριό που ήμουν από την Αθήνα, γεγονός που μου απέδωσε το παρατσούκλι “η Αθηναία”. Όλοι οι άλλοι ήταν από Θεσσαλονίκη, Κιλκίς, Δράμα… Γύρω γύρω.

Τον θυμάμαι. Ήταν πολύ μελαχρινός ενώ ο αδελφός του ήταν πολύ άσπρος. Δεν ήταν πολύ ψηλός αλλά ήταν αρκετά αδύνατος, όχι μυώδης αλλά γεμάτος νεύρα – από τους τύπους που σε πλακώνουν στις σφαλιάρες με μία μανία που πηγάζει από κάποιο αδιόρατο τόπο νεύρων μέσα τους. Αν προσπαθήσω σήμερα δε μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπο του. Το θυμάμαι γενικά αλλά όχι συγκεκριμένα. Θυμάμαι τον τρόπο που κάπνιζε όμως. Σχεδόν.

Με ανεχόταν στην παρέα. Ήμουν καλή μαθήτρια, γελαστή, έκανα στίβο, δεν κάπνιζα, δεν έπινα (περασμένα μεγαλεία). Με φλέρταρε ο ξάδελφος του εκείνο το καλοκαίρι. Ο ξάδελφος ήταν 18, νομίζω θα τελείωνε ή είχε τελειώσει το σχολείο. Ήταν τέσσερα ξαδέλφια. Ο παππούς μου δε συμπαθούσε την οικογένεια. Όπως συμβαίνει στα χωριά μαθεύτηκε ότι ο ξάδελφος με περιτρυγύριζε. Μαθεύτηκε ότι κάναμε παρέα. Ο παππούς μου απαγόρευε να τους βλέπω. Αλλά 15 χρονών, καλοκαίρι, βράδυ στα πλατάνια κάτω από το Κάστρο – ποιος ακούει τον παππού;

Εκείνος ήταν αλητεία, για τα δεδομένα ενός 15χρονου. Κάπνιζε. Έπινε. Έβγαινε μέχρι αργά. Τον κοιτούσα νομίζω με δέος κάθε φορά που έλεγε κάποια ιστορία ή τσακωνόταν με τα ξαδέλφια του ή μας εξηγούσε θεωρίες. Άλλες φορές με διασκέδαζε. Τον θεωρούσα υπερβολικό. Καμιά φορά φαφλατά.

Εκείνο το καλοκαίρι θυμάμαι αισθανόμουν συνέχεια άσχημα. Στον Πειραιά ήμουν άτακτη, ήμουν λίγο αλητεία. Στο χωριό – ανάμεσα σε παιδιά ένα ή περισσότερα χρόνια μεγαλύτερα μου – ήμουν αφελής. Θυμάμαι μια πονηριά. Μια κουτοπονηριά αν θες. Μία συνεχή προσπάθεια ο ένας να υποβιβάσει τον άλλον – με τον σκληρό τρόπο που οι έφηβοι χρησιμοποιούν για να αποδείξουν ότι είναι πιο μάγκες, πιο έξυπνοι, πιο εντυπωσιακοί. Φοβόμουν να μιλήσω. Φοβόμουν να γελάσω.

Μόνο διάλειμα, ο ξάδελφος. Ήταν καλό παιδί ο ξάδελφος – όπως αποδείχτηκε και κάποια χρόνια μετά. Τρυφερός άνθρωπος.

Με εκείνον πάντως δε είμασταν ποτέ κολλητοί. Ήξερε όλες τις ατάκες για να σε ρουμπώνει, να σε υποβιβάζει, να γελοιοποιεί ότι έλεγες. Όχι από κακία. Νομίζω απλά από μια βαριεστημένη συνήθεια. Δε θυμάμαι πολλά από τις κουβέντες μας. Δεν ανέφερε το γεγονός ότι με φλέρταρε ο ξάδελφος του. Δεν ανακατευόταν ενώ όλα τα άλλα ξαδέλφια έρχονταν να μου μιλήσουν για τον ενδιαφερόμενο. Θυμάμαι μόνο μια κουβέντα του.

Ένα βράδυ, καθόμαστα στα σκαλιά στο Πολιτιστικό Κέντρο, σκοτάδι, και με τον αφελή τρόπο των εφήβων απλά μιλούσαμε. Δε θυμάμαι πραγματικά τί είπα – αλλά με τον ίδιο βαριεστημένο του τρόπο, με έναν θρίαμβο στη φωνή του με διέκοψε, με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και μου είπε: “Τί να μας πεις κι εσύ για τη ζωή σου ρε; Για το στίβο; Ή για το ότι είναι απουσιολόγος;” Νομίζω ότι έκανα λάθος που του απάντησα: “Ναι ρε. Για το στίβο και το σχολείο. Εσύ τί έχεις να μου πεις; Για τσιγάρα και μεθύσια; Σιγά την ιστορία”. Νομίζω οι υπόλοιποι διακριτικά άλλαξαν το θέμα.

Δεν του κράτησα κακία βέβαια. Οι κόντρες που περνάμε στα σκληρά χρόνια πριν ενηλικιωθούμε – γιατί οι ανήλικοι δεν ξέρουν από λεπτότητα ή επιπτώσεις – είναι ευεργετικές. Υπάρχουν για να εκπαιδευόμαστε.

Εκείνος έμεινε στη μνήμη μου σαν ακόμα ένας φίλος από τα καλοκαίρια μου στο χωριό. Μετά από εκείνο το καλοκαίρι σταμάτησα να πηγαίνω συχνά και για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα κι έτσι ζήτημα αν τον είδα κανα δυο φορές ακόμα στη ζωή του.

Σκοτώθηκε μερικά χρόνια αργότερα σε τροχαίο. Φανταράκι, γύριζε με φίλους από τη μονάδα του, οδηγούσε κάποιος άλλος το αυτοκίνητο, κάτι έγινε και σκοτώθηκε. Το έμαθα από τη μαμά μου, που το έμαθε από τη γιαγιά. Χωριό. Ξέρεις πώς είναι.

Ήλπιζα πάντα πως έζησε γρήγορα, όπως ήθελε. Ότι κάτι ήξερε παραπάνω στα 16 του, εκείνο το καλοκαίρι, όταν ήθελε να μου πει για τσιγάρα, αλκοόλ και αλητείες και όχι για το σχολείο και τα άλλα βαρετά παιδικά δικά μου. Ίσως είχα άδικο να του απαντήσω. Ίσως είχε δίκιο εκείνος. Ίσως έπρεπε να ακούσω κι άλλο… Ίσως δεν είχε χρόνο να ακούσει για τη δική μου ζωή γιατί βιαζόταν να ρουφήξει τη δική του πριν του ξεφύγει. Αχ να μας έλεγες περισσότερα για τσιγάρα και πιοτό και αλητείες…

Κι ύστερα σκέφτομαι… πόσο χαράμι πήγε… πόσο νέος… κι ύστερα σκέφτομαι… να ήμουν εκεί για σένα που περάσαμε κάποιες διακοπές στην ίδια παρέα, που κάναμε τις ίδιες γκρίνιες, που τσακωθήκαμε, που γελάσαμε, που παίξαμε ποδοσφαιράκι και κοιτάξαμε τ’αστέρια… να ήμουν εκεί να σου δώσω ένα χάδι για κουράγιο όταν έσβηνε ο κόσμος γύρω σου…

Καλό ταξίδι –

3 comments to Να μας έλεγες περισσότερα…

  • Anonymous

    Πολύ όμορφο..

  • Ανατριχιαστικά όμορφο…

  • Τίποτα δεν πάει χαράμι. Νομίζω.

    Αλλά κι ο θάνατος δεν εξωραίζεται.Νομίζω και πάλι, γιατί ξέρω μερικούς που τα κονόμησαν χοντρά χρησιμοποιώντας τον.

    Ομως οι ιστορίες!Αχ οι ιστορίες.Για πάντα δέσμιοι των ιστοριών θα είμαστε.

    Συμφωνω με τον lyco..

Leave a Reply to lykos Cancel reply

You can use these HTML tags

<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>