Το Πικρό Τσάι της Ξενιτιάς

Αι συνθήκαι

>> Θα το βρεις και στο δωρεάν e-book “Τα Μεταμεσονύχτια“. Κλικ για να το κατεβάσεις.



The agony of distance
Originally uploaded by abnerzarka

Γνωριστήκαν όπως γνωρίζεται όλος ο κόσμος. Τίποτα εξαιρετικό, τίποτα ιδιαίτερο. Κάποιοι φίλοι, αυτός εκεί, εκείνη εκεί, ανταλλάξαν χαριεντισμούς και κοινότυπες ερωτήσεις. Κάποια ιδέα της συζητήθηκε και την ενθάρρυνε να την κάνει πράξη. Της έδωσε και ένα δύο συμβουλές. Μεγαλύτερος.

Τον πέτυχε ξανά στην ίδια παρέα, το ίδιο ήσυχος, το ίδιο στραβό χαμόγελο, το ίδιο ελαφρά ειρωνικός. Με ποια δικαιολογία πήρε το τηλέφωνο του δεν θυμάται πια αλλά το πήρε και πήρε την απόφαση ότι θα τον έχει. Γιατί έτσι. Της άρεσε η κίνηση του χεριού του όταν μιλούσε (πάντα η ίδια, πάντα κοντά στο σώμα του). Της άρεσε η παρατεταμένη σιωπή του. Το έξυπνο χιούμορ. Το χρώμα που φανέρωνε το άνοιγμα στο πουκάμισο του.

Τον έπεισε μέσα από κάποιο αστείο και βρεθήκανε να πίνουνε καφέ και να κάθονται αγκαλιά στον καναπέ του. Την φίλησε λίγο, αστειεύτηκε πολύ, την άγγιξε κάπου πολύ ιδιαίτερα στη φαντασία της και την άφησε να σιγοβράζει. Μιλάγανε πολύ – κυρίως εκείνη, μεγάλες κουβέντες των 20 χρόνων, κι εκείνος άκουγε με τη συγκαταβατικότητα που του έδιναν τα κάποια χρόνια παραπάνω. Τον φλέρταρε δημόσια, ξεδιάντροπα, φωναχτά κι εκείνος την χειριζόταν με το γάντι. Ποτέ δημόσια, ποτέ ανοιχτά, ποτέ κανείς και τίποτα. Κάποτε κοιμήθηκαν μαζί αλλά εκείνη δεν το θυμάται πια, την είχε φάει το άγχος να τον έχει. Τον κυνήγησε σαν έφηβη, την απέφυγε σαν ενήλικας.

-Θέλω να είμαστε μαζί.
-Όχι.

Την έκρινε μικρή, επιπόλαιη, κακομαθημένη. Λύσσαξε από τα νεύρα της και άφησε την ιστορία στην άκρη γιατί δέχτηκε την αλήθεια. Ελευθερώθηκαν να μιλάνε με τις ώρες, όταν βρίσκονταν, κι αυτό αραιά. Πού και πού άφηνε κάποιο υπονοούμενο εκείνη, πού και πού αυτός και ανέβασαν τον τοίχο λίγο πιο ψηλά.

Κάποτε βρεθήκανε μετά από καιρό, μιλήσανε πάλι, ήπιανε καφέ και τους βρήκε το ξημέρωμα στο δικό της καναπέ.
– Θες;
– Ναι.
Σεξ της έντασης, όχι της τρυφερότητας. Λυνόταν στα χέρια του, λυνόταν στα δικά της αλλά μετά ο τοίχος ήταν εκεί.
– Καφέ;
– Μμμμμ.

Στα λόγια, τους καφέδες και τις μπύρες ξεχυνόταν όλη η ζωή της, και λίγη από τη δική του. Επιφυλακτικός. Την συμβούλευε, την επικροτούσε, της έλεγε τα λάθη. Φίλοι της τύχης, μίλησαν πολύ, την κράτησε αγκαλιά στα κλάμματα και τις υπερβολές και μοιράστηκαν μαζί περιπέτειες, μικρά ταξίδια και αλκοόλ κάποιες νύχτες της πόλης.

Με τα χρόνια έμειναν τα όσα μοιράστηκαν σαν μυρωδιά από παλιά λεβάντα και ένα πάθος να υποβόσκει των συζητήσεων τους. Στο τηλέφωνο κανονίζανε να βρεθούνε και ψιθυριστά – ίσως και καθόλου – ακουγόταν από βαθιά “Σε θέλω…. Το σώμα σου να λιώνει στα χέρια μου”. Το άκουγε εκείνη, το άκουγε εκείνος κι όμως η συζήτηση παρέμενε στις λεπτομέρειες του ραντεβού. Την αγκάλιαζε τρυφερά, τον φιλούσε στο μάγουλο και κάθε φορά μιλούσαν για ώρες ενώ κάτω από τα λόγια τους ακουγόταν ψιθυριστά – ίσως και καθόλου – “Σε θέλω… να γίνω λιώμα στο κρεβάτι σου”. Κάποιες φορές διαπραγματεύονταν το σεξ και όταν συνέβαινε δεν ξέραν πώς να συμπεριφερθούν μετά.
– Καφέ; έλεγε όποιος σηκωνόταν πρώτος.
– Μμμμμμ. Έγνεφε καταφατικά ο δεύτερος, γυμνός στο κρεβάτι και άρα ευάλωτος.

Δεν ήταν ποτέ ο χρόνος και οι συνθήκες κατάλληλες. Μπροστά σε φίλους, ήθελαν να βρεθούν μόνοι, να πουν κάτι δικό τους μόνο και μόνο για να ακουστεί ο πόθος πίσω από τα λόγια τους. Μόνοι τους μπλέκονταν πίσω από κανόνες του παρελθόντος – εκείνος την απέρριψε, εκείνη τον κυνήγησε – και μέναν σε κουβέντες φιλικές, αν και ειλικρινείς. Κάποτε έλειπε εκείνος, κάποτε έλειπε αυτή. Όχι από τον τόπο. Από την κατάσταση. “Οι συνθήκες,” μου είπε κάποτε εκείνη, “δεν είναι οι κατάλληλες”

Ποτέ δεν ήταν.

Κάποτε εκείνη ερωτεύτηκε απότομα. Ενθουσιάστηκε με κάποιον, βρεθήκαν να μοιραστεί τα νέα της. Έμεινε να την κοιτάει από την διπλανή καρέκλα, καλοκαίρι και τα μπράτσα της γυμνά. Έτσι γυαλίζαν τα μάτια της πάντα; Έτσι ήταν το στήθος της πάντα; Έτσι ήταν η μυρωδιά της πάντα; Ήταν πάντα τόσο αστεία; Έτσι πάντα, ήταν εκεί, και ξεχύλιζε ερωτισμό και πόθο; Την αγκάλιασε να το νιώσει (ψιθυριστά ακούστηκε – ίσως καθόλου – “να μπω μέσα σου, να ξέρω πώς είναι να βογγάς στο σκοτάδι”) κι εκείνη συνέχισε να γελάει. Την άφησε να μιλάει για τον έρωτα, για τον τρίτο, για τα σχέδια της. Το άκουσε κι εκείνη ψιθυριστά, πίσω από τις κουβέντες τους εκείνο το βράδυ – ίσως και καθόλου – “σε θέλω το ίδιο, λιώνω στη σκέψη σου το ίδιο” – μα το άφησε πίσω της στην ορμή της βραδιάς και τον φίλησε στο μάγουλο όταν την άφησε σπίτι της.

Βρεθήκανε ξανά και ξανά, χαθήκανε ξανά και ξανά. Λόγω συνθηκών.

‘Ενα βράδυ πριν βρεθούν άκουσε τον ψίθυρο πριν καν τον δει, ξεκάθαρα και δυνατά να αντηχεί στο μυαλό της “Να σε δω, να με κάνεις να τελειώσω στα χέρια σου, να σ’ακούω να με παρακαλάς”. Ξαφνιάστηκε όταν έπεσε στην αγκαλιά του και δήλωσε στο αυτί του την πρόθεση της. “Δε θέλω μπύρες. Πάμε τώρα σπίτι.” Ξημερώματα καλοκαίρι, το σεξ της έντασης και της οργής, ο έρωτας της τρυφερότητας δυο φίλων, το γαμήσι της ανυπονονησίας.
– Σ’αρέσει.
– Κι άλλο.
Απολυτότητες της νύχτας, αφέθηκαν εκεί μέχρι το χάραμα, να λένε και να κάνουν. Τσιγάρο, φιλί, ένα χάδι στο στήθος της, η πλάτη της να τεντώνεται στα τέσσερα, τα χέρια του να πιάνονται από τη μέση της. Κι άλλο… Να γελάει με τα φιλιά στη μέση του, να αναστενάζει με τα δάχτυλα του μέσα της, κι οι δύο στα σκοτάδια, υγρά φιλιά και λόγια πρόστυχα. Κι άλλο… Παρακάλια και παράπονα, το βλέμμα της μες τα μάτια του την ώρα που χύνει, το άνοιγμα των χειλιών της κι η ανάσα της κοφτή όταν χύνει εκείνη. Βαθιά ανάσα.

Κοιμήθηκε στην αγκαλιά του, φίλησε το λαιμό του πριν αποκοιμηθεί.

Το άλλο πρωί σηκώθηκε πρώτος, την σκούντηξε στον ώμο απαλά.
– Καφέ;
– Μμμμμ, έγνεψε την κατάφαση και έπεσε στο μαξιλάρι. Έκανε το τσιγάρο της γρήγορα, έφυγε πριν αρχίσει η πρωινή κίνηση.

Χαθήκανε για καιρό, εκείνη άλλαξε, εκείνος άλλαξε. Καινούριες ιδέες, καινούριοι άνθρωποι. Κάποιοι καφέδες κι αυτοί αραιώσανε, μιλούσαν που και που στο τηλέφωνο, μοιράζονταν ακόμα νέα και ιδέες. Ακόμα φίλοι. Ακόμα με σημασία οι απόψεις τους. Ο ψίθυρος όμως πίσω από τις λέξεις είχε χαθεί.

Ένα καλοκαίρι – όχι πολύ μακριά στο παρελθόν – άρχισε να λιώνει η πόλη γύρω του. Η άσφαλτος μύριζε περίεργα, τα σκουπίδια ακόμα περισσότερο κι ούτε η θάλασσα δεν ήταν ανακούφιση. Περπατούσε προς τον ηλεκτρικό ένα μεσημέρι, ο ιδρώτας να κυλάει από το μέτωπο του όταν άκουσε γύρω του ψιθυριστά – ίσως και καθόλου – “Στο σώμα σου όλη νύχτα, να ξεδιψάσω από επιθυμία”.

Την πήρε τηλέφωνο την ίδια μέρα. Πίσω από τα νέα και τα σχέδια το άκουσε κι εκείνη “Το ξέρεις ότι ακόμα λιώνω, ακόμα επιθυμώ, ακόμα ξέρω ότι η λύτρωση στο κορμί σου δεν έχει όμοιο της”.

Βρεθήκανε ξανά, δεν βρεθήκανε, δεν ξέρω γιατί έχασα επαφή μαζί τους περίπου εκείνο το καλοκαίρι. Υποπτεύομαι όμως πως ότι και να έγινε πάλι το επόμενο πρωί, μετά από όλο το γαμήσι και τον έρωτα που αποζητούσαν ο ένας από τον άλλο, σηκώθηκε ένας από τους δύο, σκούντηξε τον άλλον στο ώμο και ρώτησε:
– Καφέ;
κι ο άλλος με τη γεύση του πρώτου ακόμα στο στόμα του έγνεψε
– Μμμμμμμ.

Μέχρι την επόμενη φορά.

8 comments to Αι συνθήκαι

Leave a Reply to depo Cancel reply

You can use these HTML tags

<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>