>> Θα το βρεις και στο δωρεάν e-book “Τα Μεταμεσονύχτια“. Κλικ για να το κατεβάσεις.
Την έπιασε έτσι ξαφνικά ένα βράδυ.
Δεν είναι να πεις ότι έκανε κάτι περίεργο ή ότι τον σκεφτόταν. Εκεί που σιδέρωνε, πουκάμισα της δουλειάς και φόρμες, ούτε καν σέξυ εσώρουχα. Ξυπόλητη. Το χέρι της είχε αρχίσει να πονάει, είχε ιδρώσει, τα μαλλιά της πιασμένα κοτσίδα και τα γυαλιά της να πέφτουν χαμηλά στη μύτη της.
Κι όμως εκεί ακριβώς, θυμάται και ακριβώς σε ποια τσάκιση του πουκαμίσου ήταν – έβγαλε το σίδερο από την πρίζα, έβαλε παπούτσια και το παλτό της, πήρε την τσάντα της, κλείδωσε την πόρτα και μέχρι το ξημέρωμα ήταν εκεί. Έτσι. Με την πυτζάμα που λέμε.
Το πιστεύεις;
Το έχουμε κάνει σου λέω.
Σοβαρώς; Τί καφέ μάνα μου ΟΥΖΑ πρέπει να πιούμε.
και θα το έκανα ξανά και ξανά…γλυκό κρασι και σοκολάτα σε λέω
;-)
Ναι, το πιστεύω.
Ετοιμάσου να πιστέψεις κι άλλα λέμε. Σματς
Εγώ να πιστέψω δεν έχω πρόβλημα αν και αδιάσειστα στοιχεία (φωτογραφίες, έγγραφα κλπ) δεν υπάρχουν, αλλά υπάρχει ένα χρονικό κενό στην ιστορία, από την ώρα που έφυγε μέχρι το ξημέρωμα. Επίσης τίθεται το μέγα ερώτημα γιατί κάνει τσάκιση στα πουκάμισα;
Αμάν μασημένη τροφή πατέρα – για να της πήρε ένα βράδυ να φτάσει δε θα ήταν και λίγο μακριά;
Τσάκιση έχουν τα πουκάμισα. Στο γιακά.
:-)